(π. Βασίλειος Καλλιακμάνης)
α) Ἡ θεολογία, ὡς λόγος γιὰ κάποιον θεό, ἀπαντᾶ σὲ διάφορες θρησκεῖες, ἀκόμη καὶ στὶς πρωτόγονες. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογία, ποὺ στηριζόταν στὸν ἀνθρώπινο λόγο. Ὅμως, ἡ χριστιανικὴ θεολογία ὡς ἐμπειρία καὶ καταγραφὴ προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, ὁ ὁποῖος “ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ” (Α΄ Τιμ. 3,16) εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Πρόκειται γιὰ πνευματικὸ γεγονὸς ἄλλης τάξεως.
β) Κι ἐνῶ πολλοὶ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἔγραψαν σπουδαῖα θεολογικὰ συγγράμματα, σὲ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ἀποδόθηκε τὸ προσωνύμιο “θεολόγος”: στὸν σήμερα ἑορταζόμενο Ἅγιο Ἰωάννη Θεολόγο, ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Κυρίου, τὸν Γρηγόριο Θεολόγο (4ος αἰ.) καὶ τὸν Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο (10ος αἰ.). Καὶ οἱ τρεῖς, ἐνῶ ἔζησαν σὲ διαφορετικὲς ἐποχές, γεύτηκαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀκτίστου χάριτος καὶ εἶχαν ἀνάλογες πνευματικὲς ἐμπειρίες. Ἐν συνέχεια θεοπνεύστως καὶ ἀπλανῶς περιέγραψαν τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς στὰ συγγράμματά τους, συχνὰ μὲ ποιητικὸ καὶ συμβολικὸ τρόπο.
γ) Ὁ Ἰωάννης Θεολόγος, ὡς ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, βίωσε πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα κοντά του. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ διέσωσε στὸ εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐπιστολές του, ἐνῶ παρέλειψε ἄλλα. Στὴν Ἀποκάλυψη περιγράφει ἐπίσης τὰ ἔσχατα ὡς παρόντα, τὴν ἀνηφορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τὴ διαρκῆ πάλη τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν ἀρχέκακο ὄφι, τὸν διάβολο, καὶ τὸν θρίαμβο μὲ τὴν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Πάντως, ὅσα ἔγραψε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πιστέψουμε πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ “ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχωμεν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ” (βλ. Ἰωάν. 20,31).
δ) Ἀναφέρεται σχετικὰ στὴ σημερινὴ περικοπή: “Ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλὰ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πού, ἂν γραφτοῦν ἕνα πρὸς ἕνα, οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ ‘πρεπε νὰ γραφτοῦν” (Ἰωάν. 21,25). Ἐδῶ σαφῶς ὑπάρχει κάποια ὑπερβολή, ποὺ φανερώνει τὸ πλῆθος τῶν πεπραγμένων ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβινός. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπισημαίνει ὅτι, “οὐ χωρεῖ αὐτὰ ὁ κόσμος… οὐ διὰ πλῆθος συγγραμμάτων, ἀλλὰ διὰ μέγεθος πραγμάτων”!
ε) Καὶ πράγματι, πῶς νὰ κατανοήσει κάποιος τὴν πνευματικὴ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐπιστολές του, ὅταν καθημερινὰ δηλητηριάζει τὴ ζωή του μὲ φθόνο, ἀδικία καὶ μίσος; Πῶς νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ νόημα τῆς φοβερῆς, σαγηνευτικῆς καὶ ἐπίκαιρης Ἀποκάλυψης, ὅταν βλέπει τὴ ζωὴ του μόνο ἐγκοσμιοκρατικὰ καὶ οἰκονομοκεντρικά; Ὅμως, ὁ φιλόκαλος ἀναγνώστης της, ὡς μαθητὴς τῶν ἁγίων, ἀσκούμενος μὲ ὑπομονὴ κατανοεῖ ὅτι, ἡ Ἐκκλησία ὡς χῶρος χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ πορεύεται ἐντός τῆς ἱστορίας μέσα ἀπὸ πλείστους πειρασμούς, κινδύνους, ἐμπόδια καὶ δεινά. Κατανοεῖ ἐπίσης ὅτι στὴν Ἀποκάλυψη καταδικάζεται μὲ δριμύτητα ἡ θεοποίηση κάθε ἐξουσίας: πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ ἰδεολογικῆς, ὅπως σημειώνει σύγχρονος στοχαστής.
στ) Τελικά, τὸ μήνυμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένο, ἀλλὰ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ζητούμενο μέσα ἀπὸ μία δραματικὴ πορεία ἀστοχίας, ἀλλοτρίωσης, μετάνοιας καὶ ἁγιασμοῦ. Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεὺς διηγεῖται ὅτι σὲ κάποια πόλη ὁ Ἰωάννης εἶχε βαπτίσει ἕναν νέο καὶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἐπίσκοπό της. Σὲ ἑπόμενη ἐπίσκεψή του πληροφορήθηκε ὅτι ὁ νέος ἔγινε ἀρχηγὸς ληστῶν. Τότε, γιὰ νὰ τὸν συναντήσει, παραδόθηκε στοὺς ληστές. Ὁ ἀρχηγός τους, δηλαδὴ ὁ νέος, μόλις τὸν ἀντίκρισε τράπηκε ἀπὸ ντροπὴ σὲ φυγή. Ἐκεῖνος τὸν ἀκολουθοῦσε λέγοντας: “Γιατί φεύγεις, παιδί μου; Ἔχεις ἀκόμα ἐλπίδα ζωῆς. Ἂν χρειαστεῖ θὰ πεθάνω γιὰ σένα. Ὁ Κύριος μὲ ἔστειλε, πίστεψέ με”. Συντετριμμένος, ὁ νέος πέταξε τὰ ὅπλα καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Ταυτόχρονα ἔκρυβε τὸ δεξί του χέρι, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε διαπράξει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Τότε, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆρε τὸ χέρι αὐτό, ποὺ εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὸ κατασπαζόταν! Τὸν ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία, προβάλλοντάς τον ὡς παράδειγμα ἔμπρακτης μετάνοιας.
ζ) Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶχε ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη καὶ μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα δίδασκε: “Παιδιά μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους”. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος: “Μήπως ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές; Ὄχι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄλλοι μαθητὲς καὶ γι’ αὐτὸ καταλάβαινε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καλύτερα. Εἶχε πολλὴ χωρητικότητα καὶ χωροῦσε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσο περισσότερη ἀγάπη τοῦ ἔδινε ὁ Χριστὸς τόσο περισσότερο τοῦ ἔλιωνε τὴν καρδιά”. Ὅποιος ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ διώξει τὸ νέφος τῶν παθῶν, κατανοεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τηρεῖ φιλότιμα τὶς ἐντολές του. Δὲν φοβᾶται δουλικὰ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, ἀλλὰ προσμένει μὲ πόθο τὴν ἀνατολὴ “τοῦ Ἀστέρος τοῦ λαμπροῦ, τοῦ πρωινοῦ” (βλ. Ἀποκ. 22,16).
-------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου