Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα και δείτε φωτογραφίες από την λιτάνευση του Επιταφίου μας

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

«Ευφραίνου εν Κυρίω, πόλις Θεσσαλονίκη»


(Παντελής Πάσχος)

Ο μεγάλος ποιητής της Εκκλησίας μας, ο προφήτης Δαβίδ, σ’ ένα λυρικώτατον ψαλμό του έχει ονομάσει μύρο τον εν πνεύματι σύνδεσμο των αδελφών μας, πού έχουν, κάτω απ’ την αγιασμένη σκέπη της Εκκλησίας, κοινούς τους πόθους, τις λαχτάρες, τον πόλεμο με τον δαίμονα τον πολυκέφαλο, τους ακατάπαυστους αγώνες για την προσέγγιση της αγιότητος, για την ένωση με το Θεό. Σήμερα αυτά τα μύρα του Προφητάνακτος, πού χύνονται με πλούσιαν ευωδία στα αδερφωμένα πνευματικά τέκνα της Εκκλησίας, ενισχύονται και δυναμώνουν από μία νέα «μυροθήκη» πού άνοιξε στην ένδοξη και πολύπαθη πόλη της Θεσσαλονίκης.

Ολόκληρη η πόλη έγινε μια κρήνη και αναβλύζει μυροβόλα νάματα, πού τρέχουν σαν ποτάμια σ’ όλη την οικουμένη, να στηρίζουν και να καθαρίζουν απ’ τα πάθη και τις αρρώστιες τους πιστούς, και να πνίγουν την ψυχρή ανάσα των απίστων. Αυτή η κρήνη, με τα τερπνά και ιαματικά ορμήματα του μύρου, πού κατακλύζει το πνευματικό σύμπαν της Ορθοδοξίας, είναι ο τάφος του μεγαλομάρτυρος και πολιούχου της Θεσσαλονίκης, του προστάτου κάθε χριστιανού, του αγίου Δημητρίου. Οι άγιοι ανήκουν σ’ όλη την Εκκλησία, και κάθε πιστός πού ζητάει τη βοήθεια και μεσιτεία του, προς το Θεό, για κάθε δύσκολη περίσταση, προστρέχει και παρακαλεί με παρρησία τους αγίους, χωρίς να σκέφτεται πού αγίασαν ή πού μαρτύρησαν.

Αλλά εκείνοι, οι οποίοι κατοικούν στον τόπο όπου περπάτησε κ’ έζησε και πότισε με το αίμα του ο Άγιος, νιώθουν να ‘χουν έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί του. Αυτό συμβαίνει και με την αρχαία πολιτεία με τους πολύτιμους βυζαντινούς θησαυρούς, τη Θεσσαλονίκη. Σε κάθε χωριό και κάθε πολιτεία, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, γίνονται τελετές και πανηγύρια, με πολλούς ευσεβείς πιστούς, που έρχονται να τιμήσουν τον Άγιο.

Μα στην έμορφη πόλη του αγίου Δημητρίου, πανηγυρίζεται η μνήμη του με την πιο επιβλητική μεγαλοπρέπεια, γιατί είναι η πατρίδα όπου γεννήθηκε κι όπου μαρτύρησε, κι όπου άπειρα θαύματα έκαμε, και την έσωσε τόσες φορές από φανερούς κινδύνους. Μαζεύονται λοιπόν σήμερα στη Θεσσαλονίκη, από τα πέρατα της Ορθοδοξίας ευλαβείς προσκυνηταί, να τιμήσουν τη μνήμη του και ν’ αγιαστούν από τα μύρα του αγίου τάφου του τα ιαματικά. Και οι ευσεβείς χριστιανοί της Θεσσαλονίκης, ανηφορίζουν για να πάνε στην μεγαλόπρεπην εκκλησία του αγίου Δημητρίου, για ν’ ακούσουν τον εσπερινό ή την Θεία Λειτουργία. Πολύς ο κλήρος, με τα λαμπερά τους άμφια στολισμένοι, και πανηγυρικοί ξεχωριστά οι ευσεβείς καλλίφωνοι ιεροψάλται, με τη γνήσια βυζαντινή μελωδία, πού ψάλλουν στο μεγάλο πανηγύρι του Μεγαλομάρτυρος. Κι όσοι πιστοί δεν μπόρεσαν να πάνε με το σώμα τους εκεί, βρίσκονται «πνεύματι» μέσα στον ιερό ναό του μυροβλήτου, κι ακούνε το χορό των ιεροψαλτών να ψάλλει το τροπάρι της Λιτής:

Ευφραίνου εν Κυρίω, πόλις Θεσσαλονίκη·

αγάλλου και χόρευε, πίστει λαμπροφορούσα,

Δημήτριον τον πανένδοξον αθλητήν,

Και μάρτυρα της αληθείας,

εν κόλποις κατέχουσα ως θησαυρόν·

απόλαυε των θαυμάτων τας ιάσεις καθορώσα·

και βλέπε καταράσσοντα των βαρβάρων τα θράση,

και ευχαρίστως τω Σωτήρι ανάκραξον· Κύριε, δόξα σοι.


Η μνήμη του αγίου Δημητρίου φαιδρύνει και λαμπρύνει όλη την Εκκλησία του Χριστού. Και με το ευώδες άρωμα του μύρου του μας προσκαλεί να πάμε κοντά του. Να διώξει και να γιατρέψει εκείνος, με το μύρο του, τις βρωμερές πληγές που αφήνει η αμαρτία στην ψυχή και το σώμα μας. Ν’ απαλύνει τον πόνο μας και την αδυναμία μας, να στερεώσει την αδύνατη και χλιαρή πίστη μας, να μας δώσει νέες δυνάμεις για τους πνευματικούς αγώνες μας, για να πολεμήσουμε τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς μας, τους πειρασμούς του σώματος και του πνεύματος, του κόσμου και του δαίμονος. Η αναστροφή των χριστιανών με τον κόσμο των αγίων είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά και ενίσχυση, πού δίνει στα παιδιά της η Ορθοδοξία.

Ο μεγαλομάρτυς άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (296). Όταν μεγάλωσε ακολούθησε το στρατιωτικό στάδιο, και η ανδρεία του η μεγάλη και η σπάνια σύνεσή του τον ανέβασαν γρήγορα στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα. Κι ο βασιλιάς, εκτιμώντας την ανδρεία, τη φρόνηση και τη στρατηγική ικανότητά του, τον διόρισε στρατηγό όλης της περιοχής της Θεσσαλίας, στην οποίαν ανήκε κ’ η Θεσσαλονίκη. Όμως ο στρατηγός Δημήτριος ήτανε χριστιανός, κι ο βασιλιάς ειδωλολάτρης. Κι όταν γυρνώντας ο Μαξιμιανός απ’ τους πολέμους στην Θράκη και την Ασία, πέρασε κι απ’ τη Θεσσαλονίκη, οι ειδωλολάτρες, που έβλεπαν πόσους ειδωλολάτρες κάθε μέρα έκαμνε χριστιανούς ο άρχοντας Δημήτριος, πήγαν στον αυτοκράτορα και του είπαν, πβς ο στρατηγός του άρχισε να περιφρονεί και να βλασφημεί τα είδωλα και να κηρύχνει κρυφά και φανερά τη θρησκεία του Χριστού. Ο αυτοκράτωρ κάλεσε το Δημήτριο ανήσυχος.

Είδε τότε, πως όλα όσα του είπαν είναι αλήθεια. Γιατί μ’ όσα κι αν έταξε στο Δημήτριο, εκείνος έμενε σταθερός στην πίστη του Εσταυρωμένου. Ελπίζοντας, πως θ’ αλλάξει γνώμη και πίστη, διέταξε να τον κλείσουν σε μια φοβερή και βρωμερή φυλακή, σ’ έναν απ’ τους υγρούς και λασπώδεις θαλάμους των δημοσίων λουτρών, κοντά στο στάδιο. Κ’ ύστερα, ο βασιλιάς, κατά τη συνήθεια της εποχής, διέταξε να γίνουν οι αθλητικοί αγώνες στο στάδιο. Εκεί, ανάμεσα στους αθλητές, ξεχώριζε ένας γίγαντας, ονομαζόμενος Λυαίος, που τον έσερνε κοντά του πάντοτε ο βασιλιάς και τον είχε για καμάρι γιατί με όσους πάλεψε όλους τους είχε νικήσει. Αυτός ο γιγαντόσωμος και χεροδύναμος ειδωλολάτρης ξέσκιζε τις σάρκες των παλαιστών σα να ‘τανε αρνάκια. Τον είχαν φοβηθεί οι πάντες και δεν έβγαινε κανείς να τα βάλει μαζί του. Τότε κείνος άρχισε να περπατεί φανταχτερά και να προκαλεί τους χριστιανούς, που έλεγαν πως «παίρνουν δύναμη απ’ το Θεό τους», να παλέψουν μαζί του. Την ώρα εκείνη ένα γενναίο παλληκαρόπουλο, με χριστιανική καρδιά και πίστη, τρέχει στο κελλί της φυλακής του Δημητρίου. Του λέγει πως ο Λυαίος σκοτώνει ανθρώπους στο στάδιο, και τον παρακαλεί να τον ευλογήσει και να παρακαλέσει το Θεό να τον δυναμώσει στην πάλη του με το θεριόψυχο Λυαίο. Ο Δημήτριος σφράγισε με το σημείο του σταυρού το μέτωπο του νεαρού Νέστορος και του λέγει: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις!» Η προφητική αυτή φράση του Αγίου επαλήθευσε γρήγορα και απόλυτα. Πήγε ο Νέστωρ στη μέση του σταδίου και είπε, πως θέλει να παλέψει με τον πανύψηλο Λυαίο. Οι ειδωλολάτρες τον κοίταξαν με μια ειρωνεία περιφρονητική. Οι χριστιανοί έκαναν από μέσα τους θερμή προσευχή στο Θεό, να δυναμώσει τον καινούργιο Δαβίδ, για να νικήσει το νέο σκληροτράχηλο Γολιάθ. Ρίχνει το φτωχικό μανδύα του ο Νέστωρ και φωνάζει προς τον ουρανό: Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι!» Όρμησε τότε με θάρρος πάνω στο γίγαντα. Για λίγο, οι αναπνοές των θεατών σταμάτησαν. Κ’ ύστερα είδαν όλοι τον ανίκητο ως τώρα Λυαίο, να κείτεται νεκρός μέσα στο στάδιο. Οι ειδωλολάτρες, κυριολεκτικά εφρύαξαν. Και πιο πολύ απ’ όλους, ο Μαξιμιανός.

Δίνει εντολή τότε, να βγάλουν το Νέστορα έξω απ’ το στάδιο και να τον αποκεφαλίσουν. Κ’ έτσι αλήθεψε ο λόγος του αγίου Δημητρίου.

Όμως ο αυτοκράτωρ, απ’ τη λύπη του που έχασε το Λυαίο, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί απ’ το θάνατο μόνο του Νέστορος. Ο θυμός του τον έφερε στο Δημήτριο. Και, χωρίς άλλη δίκη ή κρίση, δίνει διαταγή να τον σκοτώσουν μέσα στο κελλί της φυλακής του. Ο Δημήτριος είδε τους στρατιώτες και κατάλαβε το σκοπό τους. Σήκωσε τα χέρια του να προσευχηθεί, και τα κοντάρια τους τον βρήκαν εκεί ακριβώς, όπου λογχίστηκε και το πανάγιο σώμα του Χριστού. Ένας πιστός, που ήτανε κοντά στον τόπο του μαρτυρίου, πήρε το δαχτυλίδι του Αγίου και το μανδύα του, βουτηγμένο στο άγιο αίμα του. (Μ’ αυτά ο χριστιανός αυτός, Λούπος ονομαζόμενος, σταύρωνε τους δαιμονισμένους και κάθε λογής αρρώστους και τους έκανε καλά. Τα πολλά θαύματα έφθασαν και στ’ αυτιά του βασιλιά και την ίδια μέρα που το ‘μαθε, έδωκε διαταγή και θανάτωσαν το μάρτυρα Λούπο). Οι χριστιανοί πήραν το λείψανο του αγίου Δημητρίου και το έθαψαν κρυφά. Αλλά ο Θεός, που θέλησε να δοξάσει τον Άγιό του σ’ όλο τον κόσμο, οικονόμησε και έβγαινε μύρο απ’ το κορμί του τόσο πολύ, που έπαιρναν οι ντόπιοι και οι ξένοι, όσοι έρχονταν να γιατρευτούν και δεν τελείωνε ποτέ! Το έπιναν οι χριστιανοί, κι ό,τι αρρώστια και αν είχανε γιατρεύονταν. Όλοι έτρεχαν στη Θεσσαλονίκη, για να τους κάνει καλά ο άγιος Δημήτριος. Αλλά θα χρειαζόταν ώρες ολόκληρες να ομιλεί κανείς, για ν’ αναφέρει τα θαύματα του Αγίου σ’ όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, την οποία τόσες φορές εγλύτωσε από πείνα, από θανατικό, από αιχμαλωσία κι από άλλα δεινά. Γι’ αυτό και τον τιμούν, και στη Θεσσαλονίκη και σ’ όλο τον κόσμο, και παίρνουν τ’ όνομά του, και του χτίζουν εκκλησίες, και πανηγυρίζουν στη μνήμη του. Φαίνεται, πως όχι μονάχα στην πόλη του, μα και σ’ άλλες χώρες υπήρχαν αρχαιότερες εκκλησίες προς τιμήν του αγίου Δημητρίου. Στην Καππαδοκία λ.χ., σ’ ένα χωριό, ονομαζόμενο Δρακοντιάνα, ένας γεωργός ξεπέτριζε ένα χωράφι του να το ισιώσει και να το κάμει αλώνι για ν’ αλωνίζει.

Βρήκε όμως σωρούς από πέτρες, και σκάβοντας είδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, από χρόνια πολλά παραχωμένα μέσα στη γη. Ο γεωργός συνέχισε να σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά του ένα νέο καβαλάρη και του λέγει: «Γιατί, άνθρωπέ μου, χαλνάς το σπίτι μου, για να το φκιάσεις αλώνι; Αν το κάμεις αυτό θα πάθεις μεγάλο κακό. Εγώ πού σου μιλώ είμαι ο άγιος Δημήτριος απ’ τη Θεσσαλονίκη…». Πήγαν ύστερα όλοι οι χωριανοί κ’ έσκαψαν βαθιά, ώσπου βρήκαν τα θεμέλια του ναού. Εκεί μετά έχτισαν καινούργιο ναό και ίστόρησαν τον άγιο Δημήτριο πάνω στο Σταυρό του Χριστού, λέγοντας: «επειδή διά του μαρτυρίου ο Άγιος συνεσταυρώθη με τον Χριστόν, διά τούτο είναι εζωγραφημένος ομού εν μια εικόνι». Γι’ αυτό και την εκκλησία αυτή την ονόμασαν «του Αγίου Δημητρίου του Σταυρικού». Και σ’ αυτή την εκκλησία ο Άγιος έκαμε πάμπολλα θαύματα, όπως και στη Θεσσαλονίκη.

Το βίο και τα θαύματα του Αγίου, μπορεί κανείς να τα βρει στα εκκλησιαστικά βιβλία, κ’ ίσως δεν πρέπει να επεκταθούμε πιο πολύ εμείς εδώ. Εκείνο πού πρέπει κάθε χριστιανός να κάμει σήμερα, είναι να μελετήσει και να διδαχθεί απ’ τα μαρτύρια του αγίου Δημητρίου και του αγίου Νέστορος υπομονή και γενναιότητα στις μεγάλες λύπες μας, στις στενοχώριες, στις αρρώστιες, στις περιστάσεις όπου μας πνίγει ο σύγχρονος άδικος και σκληροτράχηλος ειδωλολάτρης, που λατρεύει σαν θεό το χρήμα του και την εξουσία του, την περιουσία του και τις αδυναμίες του. Όταν μας πιέζουν με την κίβδηλη και βαρειά μεγαλοπρέπειά τους οι άνθρωποι του μαμωνά, να βλέπουμε τον μικρό Νέστορα και τον Δαβίδ, και να μην φοβούμαστε τους σύγχρονους Λυαίους και Γολιάθ, όποιοι κι αν είναι. Εμείς να λέμε αυτό πού είπε ο Νέστωρ: «Θεέ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Και τότε: είτε είσαι η αδύνατη χήρα, με τ’ ανήλικα ορφανά· είτε ο άρρωστος πατέρας, με μια φούχτα απροστάτευτα παιδιά· είτε η γριούλα η έρημη, μέσα σε μια κρύα κάμαρη· είτε ο ροζιασμένος τσοπάνος στο ξεχασμένο μαντρί, που σου στέλνουν μουχλιασμένο ψωμί και μόνο μια φορά τη βδομάδα· είτε ο εργάτης και ο υπάλληλος, που σε εκμεταλλεύεται ο εργοδότης σου και πλουτίζει εκείνος με τον ιδρώτα σου, ενώ εσύ πεινάς και υποφέρεις· είτε είσαι, τέλος, ένας αδύνατος σε γνωριμίες κοινωνικές κ’ έχεις ν’ αντιμετωπίσεις εχθρούς σατανικά οπλισμένους (ακόμη και κάτω απ’ την υποκριτική ευσεβοφροσύνη τους)· όποιος και να ‘σαι, γύρισε τα μάτια και τα χέρια σου στον ουρανό και «ο Θεός του Δημητρίου» θα σε βοηθήσει. Όσο κι αν φαίνεται πως ο Θεός ανέχεται καμμιά φορά το άδικο και το στραβό, είναι δίκαιος, και το πληρώνει με τον τρόπο και την ώρα που εκείνος ξέρει. Όσο μεγάλος κι αν είναι ο Λυαίος, αν δεν είναι πάνω του ο φόβος και ο νόμος του Θεού, θα πέσει. Κι όσο μικρός και αν είναι ο Νέστωρ, όταν έχει το Θεό μαζί του θα νικήσει.

Μπορούμε, μάλιστα, να παρακαλούμε και τον άγιο Δημήτριο, να μας λυτρώνει με τις πρεσβείες του προς το Θεό, από τους κινδύνους και τις επιβουλές των φανερών και των αφανών εχθρών μας. Κι ας λέμε αυτό το τροπάρι από τους αίνους του Αγίου: «Δεύρο, μάρτυς Χριστού προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως». Δηλαδή: «Έλα, μάρτυρα του Χριστού, σ’ εμάς πού έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη, και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες και από τη δεινή μανία της αιρέσεως, που μας κατατρέχει, σαν να ‘μαστε σκλάβοι, και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε, κι αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο, και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε και δος μας ανάπαυση, πάψε τη ζάλη και σβύσε την αγανάκτηση πού σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τον Θεό, πού δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος» (απόδοση: Φ. Κόντογλου).

Τελειώνοντας, ας θυμηθούμε πάλι μ’ ευλάβεια το μαρτύριο του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Σήμερα, βέβαια, δεν μας ζητούν να μαρτυρήσουμε για την πίστη μας, ούτε να τιμωρηθούμε και να παιδευτούμε για τ’ όνομα του Χριστού. Όμως, τιμή των Αγίων είναι και όταν ζει κανείς όπως θέλει ο Θεός και οι Άγιοι. «Τον δε καιρόν ετούτον, λέγει ένας παλαιός συγγραφέας της Εκκλησίας μας, επειδή κανείς δεν είναι να μας βιάζη εις την πίστιν μας, μηδέ ανάγκην έχομεν να μαρτυρήσωμεν, τόσο μόνον θέλει ο Θεός από ημάς, ότι καθώς είναι η χριστιανική τάξις, έτζι να περιπατούμεν καθώς αρέσκει τον Χριστόν, έτζι να περνούμεν· όχι με πολυποσίαις και πολυφαγίαις, όχι με χορούς και παιγνίδια, όχι με συκοφαντίαις και καταδοσίαις, όχι με πορνείαις και ασωτείαις, όχι με φόνους και μοιχείαις και έχθραις, και με άλλα δαιμονικά έργα· αλλά με σωφροσύνην και παρθενίαν, με αγάπην και ομόνοιαν, με νηστείαν και εγκράτειαν, και με όσα χαίρεται ο Θεός και οι Άγιοι· διότι, ει μεν πολιτευώμεσθεν καθώς ορίζει ο Χριστός, έχομεν και μισθόν από τους Αγίους, διά τας εορτάς μας και τας πανηγύρεις· ει δε περνούμεν την ζωήν μας, κάμνοντας όσα αποστρέφεται ο Θεός και μισούν οι Άγιοι, μόνον όσον κοπιάζομεν και μοχθούμεν. Διά τούτο, ας ποιούμεν καθώς είναι της χριστιανικής τάξεως, ίνα και ο Θεός ευφραίνεται εις τα έργα μας, και οι Άγιοι χαίρωνται εις τας εορτάς μας». Μ’ αυτό τον τρόπο λατρεύεται ο Θεός, τιμούνται οι Άγιοί του και προάγονται πνευματικά τα τέκνα της Εκκλησίας.

--------------------------------------------------------------------
πηγή: Π.Β. Πάσχου, Έρως Ορθοδοξίας, Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1987


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Βίντεο)

Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ



Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΑΓ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ



       Φέρεται  εἰς  γνῶσιν  τῶν  εὐλαβῶν  χριστιανῶν  ὅτι  τήν  ΚΥΡΙΑΚΗ   25/11/2018   καί   ἀπό  ὥρας  8.30  μ. μ.  ἔως  00.30 π.μ.  τῆς  ΔΕΥΤΕΡΑΣ  θά  γίνει  εἰς  τόν  Ἱερόν  Ναόν  Ἅγίου  Νικολάου  Ἰλίου  Α Γ Ρ Υ Π Ν Ι Α  ἐπί  τῇ  ἑορτῇ  τοῦ  Ὁσίου  Πατρός  ἡμῶν  Στυλιανοῦ  τοῦ  Παφλαγόνος.

 Ἐκ  τοῦ  Ἱεροῦ  Ναοῦ

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς ως πρότυπο πνευματικής απλότητος





(Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος)


Ὁ ἅγιος Παπα-Νικόλας Πλανᾶς διακρινόταν γιὰ τὴν μακαρία ἁπλότητα στὶς ἐνέργειές του, τὶς κινήσεις του, τὴν συμπεριφορά του καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστική του ζωή. Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα ἦταν καὶ ἔκφραση τοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς ἦταν ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς καὶ ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας. Δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ μιὰ ἐξωτερικὴ ἁπλότητα στοὺς τρόπους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἁπλότητα ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.

Θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἁπλότητας τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ καὶ στὴν συνέχεια θὰ ἐξηγηθῆ θεολογικῶς καὶ λειτουργικῶς.


1. Ἡ ἁγία ἁπλότητα

Τὸ βιβλίο ποὺ ἐξεδόθη γιὰ τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ ποὺ εἶναι βιογραφία τοῦ Ἁγίου ἀπὸ μιὰ μαθήτριά του, τὴν μοναχὴ Μάρθα, κατὰ κόσμο Οὐρανία Παπαδοπούλου, φέρει ὡς τίτλο «ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων». Ἦταν ἕνας ἁπλὸς ποιμὴν ποὺ παιδαγωγοῦσε μερικὰ ἁπλὰ καὶ ἀπονήρευτα πρόβατα. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ βιβλίο. Τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸν ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου καὶ εἶναι γραμμένος στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Πράγματι, ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ἦταν ἕνας καλὸς ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀγαθὸ καὶ ἐκλεκτὸ πρόβατο τοῦ μεγάλου Ποιμένος Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἁπλότητά του, τὴν ἀκακία του, τὴν ταπείνωσή του δόξασε τὸν μεγάλο Ποιμένα Χριστό, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τὸ «ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του μᾶς διασώζει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς» (Ἰωάν. θ', 11) καὶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς παρουσιάζει Αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν κόσμο καὶ τελικὰ Αὐτὸ τὸ ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο εἶναι ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως καὶ ποιμὴν καὶ ἀμνός, καὶ ὅσοι συνδέονται μαζί Του ἔχουν καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἰδιότητες.

Ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου του γιὰ τὸν παπα-Νικόλα: «Μακάριος εἶναι ὁ ἱστορικός του. Ἀλλὰ μακάριος εἶναι καὶ ὅποιος τὸ διαβάζει καὶ χαίρεται ἀπὸ τὴ βλογημένη ἁπλότητά του. Ἁπλὸς στάθηκε ὁ ἱστορούμενος, ἁπλὸς ὁ ἱστορικός του, ἁπλοὶ πρέπει νὰ εἶναι κι’ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸ διαβάσουν… Καρδιὰ πονηρὴ καὶ ἄπιστη ἂς μὴν ἁπλώση ν’ ἀνοίξη τοῦτο τὸ βιβλίο». Ἔτσι ἔνοιωθε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ, γι’ αὐτὸ ἔγραφε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ ἱστορικὸς τῶν ταπεινῶν καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων, θὰ γράψη: «Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ φέρνει τὴν πίστη». Ὅλη ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ δείχνει αὐτὸν τὸ ἁπλὸ Κληρικό, ποὺ ξέρει νὰ ποιμαίνη, νὰ ἀνέχεται, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ εἶναι μιὰ καύση καρδίας ὑπὲρ ὅλης τῆς κτίσεως.


2. Ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶναι ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς. Στοὺς Κορινθίους εὔχεται νὰ πλουτίζουν σὲ αὐτὴν τὴν ἁπλότητα στὴν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός: «ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πάσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ» (Β', Κορινθ. ι', 11). Τὸν ἀπασχολεῖ νὰ μὴ ἐξαπατηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ φθαροῦν τὰ νοήματά τους «ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστὸν» (Β', Κορ. ια', 3). Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ ἀρετή, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ὑπακοὴ ποὺ πρέπει νὰ γίνεται «ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ» (Ἐφ. στ', 5).

Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος τῆς ἁπλότητας μὲ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιακὴ ἐμπειρία δείχνει ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἁπλότητα διαφέρει ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνθρωπιστικὴ ἁπλότητα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἁπλὸς στοὺς τρόπους, λόγω καταγωγῆς ἢ χαρακτῆρος, ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν σώζει. Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν δεύτερη γέννηση καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτη γέννηση, εἶναι καρπὸς τοῦ εὖ εἶναι καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ βιολογικοῦ εἶναι. Ἔτσι, μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι πτωχὸς καὶ ἀγράμματος, ἀλλὰ νὰ ἔχη ὑψηλὸ φρόνημα καὶ νὰ εἶναι πολύπλοκος σύνθετος, καθὼς ἐπίσης νὰ εἶναι σοφὸς κατὰ κόσμον καὶ ὅμως, ἐπειδὴ τὸν ἔχει διαποτίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶναι ἁπλὸς στὴν καρδιὰ καὶ συγκαταβατικὸς στοὺς ἀδελφούς του. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος, ὅταν, παρὰ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, ἔχη βιώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

Ὁ μακαριστὸς π. Παΐσιος μιλοῦσε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα ποὺ τὴν συνέδεε μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή. Κάποτε ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἁπλότητα εἶπε: «Ἂν εἶναι παιδάκι, θὰ ἔχη ἁπλότητα. Ἂν εἶναι Ἅγιος, θὰ ἔχη ἁπλότητα». Ἄλλοτε εἶπε: «Γιὰ νὰ ζήση κανεὶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀπεκδυθῆ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, νὰ ἐπανέλθη κατὰ κάποιον τρόπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως. Νὰ ἔχη ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη του ἀκλόνητη καὶ νὰ πιστεύη ἀπόλυτα ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ κάνη ὁ Θεός». Καὶ ἄλλοτε εἶπε: «Ἂν ἔχη κανεὶς ἁπλότητα, ἔχει ταπείνωση, ὑπάρχει θεῖος φωτισμός, λαμποκοπάει». Ἔτσι, ἡ ἁπλότητα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴν ἁγιότητα.


3. Ἡ θεολογία τῆς ἁπλότητας

Ἂν θελήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς πνευματικῆς ἁπλότητας θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ αὐτὴν τὴν μακαρία κατάσταση τῆς ἁπλότητας.

Ὁ Θεός, κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σύνθεση, ἀλλ’ εἶναι ἁπλοῦς. Ἡ δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία, γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ εἰσήγαγε τὸ λεγόμενο actus purus (καθαρὰ ἐνέργεια), δηλαδὴ τὴν αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία Του μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ κτιστὲς ἐνέργειες. Ἡ αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν καὶ κτιστὲς ἐνέργειες διατυπώθηκε γιὰ νὰ διαφυλαχθῆ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς ἁπλότητάς Του, γιατί οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι πίστευαν ὅτι δῆθεν ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου οὐσίας καὶ κτιστῆς ἐνέργειας στὸν Θεὸ εἰσάγει σύνθεση καὶ καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας τὶς ἀπόψεις αὐτὲς ποὺ εἶχε καὶ ὁ Βαρλαάμ, διδάσκει ὅτι «κατ’ οὐσίαν ἓν καὶ ἁπλοῦν τὸ θεῖον» καὶ ὅτι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του, ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του δὲν εἰσάγει κάποια σύνθεση στὸν Θεό, διότι ὁ Θεὸς νοεῖται ἀπὸ μᾶς «ὅλος ἀγαθότης καὶ ὅλος σοφία καὶ ὅλος δικαιοσύνη καὶ ὅλος δύναμις». Ἄλλωστε, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως-οὐσίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται οὐσιώδεις ἐνέργειες.

Ἔπειτα, ὁ Θεός, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δὲν εἶναι μόνον ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης. Κάθε ἄγγελος καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλά, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἁπλότητα, γιατί εἶναι ἁπλὰ ἐκ μεθέξεως καὶ συγκρίσεως πρὸς τὰ σώματα. Ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλοῦς ἀπὸ σύγκριση καὶ μέθεξη, γιατί αὐτὸς μεταδίδει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του ἁπλότητα καταλλήλως σὲ καθένα. Ἔτσι, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον καὶ κυρίως ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης.

Ἑπομένως, ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ ἁπλότης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλὴ ἀπὸ τὴν φύση της, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι σύνθετο, γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορα στοιχεῖα. Τὰ πάθη εἶναι ἐκεῖνα ποὺ εἰσάγουν τὴν σύνθεση στὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῶν παθῶν, δηλαδὴ ὅταν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική του συνέργεια μεταμορφώνη τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ μετέχη τῆς Χάριτός του, τότε, παρὰ τὸ σύνθετο τῆς ὕπαρξής του (ψυχὴ καὶ σῶμα), ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Χάριν ἁπλότητα. Ὁπότε, τὴν σύνθεση δὲν τὴν εἰσάγει ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ πάθους. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πάθη, εἶναι ἁπλοῦς, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἁπλοῦς ὅταν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθοῦν ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θὰ ἀναλύση διεξοδικὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποκτήσεως τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ βλέπουμε στὸ θέμα τῶν λογισμῶν. Στὰ κείμενά του διδάσκει ὅτι οἱ λογισμοὶ διακρίνονται σὲ ἁπλοὺς καὶ σύνθετους. Ὁ ἁπλὸς λογισμὸς εἶναι ἡ ἁπλὴ ἔννοια ἑνὸς προσώπου ἢ ἀντικειμένου, ἐνῶ ὁ σύνθετος λογισμὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς τῆς ἔννοιας μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος ποὺ σχετίζεται μὲ κάποιο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο. Στὴν διαδικασία τῆς ἁμαρτίας ὁ ἁπλὸς λογισμὸς γίνεται σύνθετος, ὁπότε μὲ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος ὁ σύνθετος λογισμὸς καθίσταται ἁπλός, μὲ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἔννοιας ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πολυπρόσωπος, λόγω τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα, γίνεται ἁπλοῦς.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀπάθεια. Τὸ πάθος εἶναι συμπλοκὴ μεταξὺ αἰσθητοῦ πράγματος, αἰσθήσεως καὶ τῆς φυσικῆς δυνάμεως, ἤτοι τοῦ θυμοῦ ἢ τῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ξεχωρίση αὐτὰ μεταξύ τους καὶ ἐπαναφέρη τὸ καθένα στὸν φυσικό του λόγο, δηλαδὴ νὰ θεωρήση τὸ αἰσθητὸ καθ’ ἑαυτό, χωρὶς τὴν σχέση τῆς αἰσθήσεως πρὸς αὐτό, καὶ τὴν αἴσθηση χωρὶς τὴν οἰκειότητα τοῦ αἰσθητοῦ πρὸς αὐτὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία ἢ τὸν θυμὸ χωρὶς τὴν ἐμπαθῆ διάθεση πρὸς τὴν αἴσθηση καὶ τὸ αἰσθητό, τότε διέλυσε τὴν σύσταση ὁποιουδήποτε πάθους καὶ ἐξαφάνισε καὶ αὐτὴ τὴν φαντασία τῶν παθῶν. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμπαθὴς γίνεται ἀπαθὴς καὶ κατὰ συνέπεια ἁπλοῦς (Β' 101).

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ὡς ψευδόμενο ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι «ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ διπλοῦς». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὅτι διπλοῦς (καὶ ὄχι ἁπλοῦς) ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ «ἄλλος ἐστιν ἔσωθεν, καὶ ἄλλος ἔξωθεν, διπλοῦν ἔχει καὶ ὅλον ἐχλευασμένον τὸν βίον αὐτοῦ».

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσκεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ πορεύεται στὸν δρόμο τῆς ἀπάθειας, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἁπλότητας. Μάλιστα, ὅταν φθάση στὸν φωτισμὸ τοῦ νοὸς καὶ τὴν θέωση, δηλαδὴ ὅταν βιώση τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, τότε ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Θεὸν ἁπλότητα, εἴτε εἶναι σοφὸς εἴτε εἶναι ἀγράμματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν, καὶ διαμορφώνουν, μετασκευάζουν καὶ μεταμορφώνουν καὶ τὸ σῶμα, ποὺ τὸ καθιστοῦν ἀπαθές. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τεκμήρια κατὰ Χάριν θείας ἀπαθείας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι μιὰ φυσικὴ ἀρετή, ἀλλὰ καρπὸς τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.



4. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικὸ ἦθος τῆς ἁπλότητας

Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ φαίνεται ὅτι ἡ ἁπλότητά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴ κατάσταση τοῦ χαρακτῆρος του, εἶχε καὶ στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἦταν ἔκφραση τῆς ἀκενώτου ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀστείρευτης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ἄλλωστε, ὁ Θεὸς τὰ φυσικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου τὰ μεταμορφώνει καὶ τὰ καθιστᾶ πνευματικὰ χαρίσματα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρεται στὴν ἁπλότητα τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἁπλότητα. Γράφει ὅτι εἶναι καλὴ καὶ μακαρία «ἡ φύσει τισιν ἐνυπάρχουσα ἁπλότης», ἡ ὁποία σκεπάζεται καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ ποικίλες μεταβολὲς καὶ πάθη, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο μακαριστὴ αὐτὴ ὅσο ἡ ἁπλότητα ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ πόνους καὶ ἱδρῶτες, ποὺ γίνεται πρόξενος τελείας ταπεινώσεως καὶ πραότητος. Ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν πραότητα γι’ αὐτὸ «ψυχὴ πραεία, θρόνος ἁπλότητος». Τελικά, ἡ ἁπλότητα ὁρίζεται ὡς «ἕξις ψυχῆς ἀποίκιλος, πρὸς κακόνοιαν γινομένη ἀκίνητος». Αὐτὴν τὴν ἁπλότητα εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως, ὅπως αὐτὴ ἡ ἀποίκιλη ἁπλότητα εἶναι τὸ πρῶτο ἰδίωμα «τῆς τῶν παίδων ἡλικίας».

Μιὰ τέτοια μακαρία καὶ ἀποίκιλη, παιδική, κατὰ Θεόν, ἁπλότητα εἶχε ὁ ἅγιος παπα-Νικόλαος Πλανᾶς ποὺ ἦταν καρπὸς τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἔτσι, δικαιολογεῖται ἡ ἀπονήρευτη συμπεριφορά του, ἡ ἀγάπη του ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅτι οἱ ἄλλοι τὸν ἔβλεπαν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἢ ὅταν ἔβλεπαν τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν περιβάλλη, ἢ ὅταν τὸν καθοδηγοῦσε ὁ ἄγγελος Κυρίου ἢ ὅταν συμπεριφερόταν μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ τόσα ἄλλα περιστατικά.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, αὐτὴ ἡ ἁγία του ἁπλότητα ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐπισκέψεως τῆς θείας Χάριτος, ὅπως συγκεκριμενοποιεῖται σὲ μερικὰ σημεῖα.

Τὸ πρῶτον ὅτι εἶχε διαποτισθῆ ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι τὸ ἦθος τῆς ἄκρας ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάθους, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς, τῆς καθόδου στὸν ἅδη καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του. Τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι «πνεῦμα» κενώσεως, προσφορᾶς, θυσίας. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνας πυρηνικὸς ἀντιδραστήρας μέσα στὸν ὁποῖο σπάζουν ὅλα τὰ συμβατικὰ θερμόμετρα.

Τὸ δεύτερον εἶναι ὅτι ἡ ἁπλότητά του εἶχε διαμορφωθῆ ἀπὸ τὸ ἦθος τῆς ἀγρυπνίας, δηλαδὴ τῆς προσφορᾶς στὸν Θεὸ καὶ αὐτοῦ τοῦ βραδινοῦ ὕπνου. Ἀγαποῦσε βαθύτατα τὶς ἀγρυπνίες, γιατί κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅταν προσεύχεται, ἀποκτᾶ ἕναν ἄλλο ρυθμό, συντονίζεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἀνθρώπου, ἀκούει τοὺς κτύπους τῆς αἰωνιότητας, βιώνει τὰ ἄρρητα ρήματα.

Τὸ τρίτον εἶναι ὅτι ὁ παπα-Νικόλας Πλανᾶς εἶχε προσαρμοσθῆ στὸ ἦθος τῆς ἄκρας ἁπλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ἀκτημοσύνης καὶ καθαρότητας, ποὺ συναντᾶ κανεὶς στοὺς ἐρημίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὲ ἄλλους μοναχοὺς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τοῦ Ἄθωνος. Φυσικά, δὲν ἐννοῶ ἁγιορείτας ποὺ ἔχουν ἐκκοσμικευθῆ καὶ ἀποδεσμεύθηκαν ἀπὸ τὴν ἁγία ἁπλότητα. Ἕνας ἀληθινὸς ἁγιορείτης δέχεται κάθε ἄνθρωπο ὡς ἅγιο, κατὰ τὸ πατερικὸ λόγιο «εἶδες τὸν ἄνθρωπόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τὸν κατὰ σάρκα πατέρα του, τὸν περιγράφει ὡς ἄνθρωπο τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας. Λέγει ὅτι ὁ πατέρας του Γρηγόριος ἦταν «ὑψηλότατος μὲν τῷ βίῳ, ταπεινότατος δὲ τῷ φρονήματι». Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὴν ἀρετὴ ἦταν ἀπρόσιτος, ὡς πρὸς δὲ τὴν συναναστροφὴ «εὐπρόσιτος». Ἡ καλύτερη δὲ ἀρετὴ ποὺ τὸν χαρακτήριζε καὶ τὴν ὁποία πολλοὶ δὲν ἀγαποῦν ἦταν «ἡ ἁπλότης, καὶ τὸ τοῦ ἤθους ἄδολόν τε καὶ ἀμνησίκακον». Φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἁπλότητα συνδέεται στενὰ μὲ τὸ ἄδολο τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἀμνησικακία. Ἡ κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα εἶναι τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ σταθερό, ἐνῶ «πᾶν ὃ προσποιητόν, οὐδὲ μόνιμον».

Ὁ ἅγιος παπα-Νικόλας Πλανᾶς διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὸν κατήρτισε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν σύνθετος, ἀλλὰ ἁπλός, δὲν ἦταν προσποιητός, ἀλλὰ ἀληθινός, δὲν ἦταν ἐποχιακός, ἀλλὰ μόνιμος, διαχρονικός. Ἔζησε τὴν ἁπλότητα τοῦ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.

Πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ μας ἕνα ἀστέρι φωτεινὸ καὶ μᾶς ἔδειξε μερικὲς ἀνταύγειες τῆς ἁπλότητας τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅπου θὰ καταργηθοῦν ὅλα τὰ σύνθετα, καὶ θὰ ἁπλοποιηθῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ζωὴ τελείως, ἀφοῦ στοὺς αἰῶνες θὰ ἀκούγεται μόνο τὸ «Ἀλληλούϊα», τὰ ἄρρητα ρήματα, τὰ τεριρὲμ τῶν ἀγγέλων, ὄχι ἁπλῶς τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλὰ τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς μέσα στὸ Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος.

-----------------------------------------------


Κύρια θέματα της καθολικής επιστολής του αδελφόθεου Ιάκωβου



(Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας)

Εὐχαριστῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τόν ἐνάρετον καί σοφόν Ποιμενάρχην σας, τόν πολυσέβαστον εἰς ἐμέ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Μητροπολίτην Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Κον Κον ΜΑΡΚΟΝ, διότι μοῦ ἔδωσε τήν χαρά τήν σημερινή ἡμέρα νά ἔλθω ὡς προσκυνητής εἰς τήν Ἱεράν σας νῆσον τῆς Χίου, διά νά ὁμιλήσω ἐνώπιόν σας στό καθορισθέν ὑπ᾽ Αὐτοῦ θέμα, περί τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου. Ἐπειδή εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος τῆς ὁμιλίας, εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό θέμα.

1. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἦταν ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἰεροσολύμων καί ἀπό τήν ὑψηλή του, λοιπόν, αὐτή ἐκκλησιαστική θέση ἀποστέλλει μία ἐπιστολή πρός ὅλους τούς χριστιανούς, πρός τήν καθ᾽ ὅλου, δηλαδή, Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό ἡ ἐπιστολή του καλεῖται «Καθολική». – Καλεῖται «ἀδελφόθεος» ὁ Ἰάκωβος, γιατί ἦταν παιδί τοῦ μνήστορος τῆς Παρθένου Ἰωσήφ ἀπό προηγούμενο γάμο του. Ἐπειδή ὁ Ἰωσήφ ἐκαλεῖτο θετός πατέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἰάκωβος καλεῖται «ἀδελφόθεος».

– Ἡ καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, τήν ὁποία θά παρουσιάσω μέ σύντομο τρόπο, εἶναι μία πρακτική Κατήχηση γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπως γιά κατηχητικό πάλι λόγο ἐγράφη ἀργότερα καί τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί τά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἐπειδή δέ πρόκειται περί Κατηχήσεως γι᾽ αὐτό τά θέματα πού θίγονται στήν Ἐπιστολή εἶναι ποικίλλα.

2. Ὁ Ἀδελφόθεος ἀρχίζει μέ τό θέμα τῶν ἐξωτερικῶν πειρασμῶν, δηλαδή, τῶν δοκιμασιῶν τοῦ βίου, πού ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι στήν ζωή. Καί λέγει ὁ Ἀδελφόθεος στούς χριστιανούς νά χαίρονται στίς θλίψεις καί στίς δοκιμασίες, γιατί γυμνάζονται μ᾽ αὐτές στήν πίστη καί αὐτό τό γύμνασμα φέρει στόν ἄνθρωπο ὑπομονή («τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν», 1,3). Ὅποιος δέ ἔχει ὑπομονή ἔχει εἰρήνη καί ἀταραξία, ἔχει παράδεισο μέσα του («ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω»), εἶναι τέλειος, δέν τοῦ λείπει τίποτε («ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι», 1,4).

Τό νά χαίρονται οἱ χριστιανοί μέ ὑπομονή στίς θλίψεις τους, αὐτό ὁ ἅγιος Ἰάκωβος τό λέει «σοφία». Αὐτή τήν σοφία, μᾶς λέγει ὁ Ἀδελφόθεος, νά τήν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά, γιά νά τήν λάβουμε, νά τήν ζητᾶμε μέ πίστη, καί ὄχι διακρινόμενοι («Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ…». «Αἰτείτω δέ ἐν πίστει ,μηδέν διακρινόμενος», 1,5.6). Οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες, λοιπόν, χριστιανοί μου, γυμνάζουν τόν ἄνθρωπο καί ἄν κριθεῖ βραβεύσιμος θά πάρει τόν στέφανο ἀπό τόν Κύριο («…ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς αγαπῶσιν αὐτόν», 1,12).

Οἱ παραπάνω πειρασμοί, οἱ ἐξωτερικοί πειρασμοί, ὅπως τούς εἴπαμε, παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἄλλοι ὅμως πειρασμοί, οἱ ἐσωτερικοί, ὅπως εἶναι οἱ κακοί λογισμοί, καί οἱ κακές ἐπιθυμίες κ.λπ., αὐτοί, ὄχι, δέν παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά προέρχονται ἀπό τήν κακή μας ἐπιθυμία («ἕκαστος δέ πειράζεται ὑπό τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καί δελεαζόμενος», 1,14). Τήν δέ κακή ἐπιθυμία ὁ Ἀδελφόθεος τήν παριστάνει ἐδῶ σάν μιά κακή γυναίκα, πού συλλαμβάνει καί γεννάει τήν ἁμαρτία, ἡ δέ ἁμαρτία φέρει ἔπειτα τόν θάνατο («εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δέ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον», 1,15), τόν πνευματικό θάνατο, τήν ἀποκοπή ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, καί τό κακό δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τόν Θεό προέρχεται μόνο τό καλό. «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (1,17).

3. Στήν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος θέλει νά κάνει σωστούς τούς χριστιανούς μέ σωστή πνευματικότητα. Μιλάει, λοιπόν, τώρα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος γιά τήν ἔμπρακτη θρησκευτικότητα, τήν εὐάρεστη στόν Θεό. Κατά τήν Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (α) νά ἔχει αὐτοκυριαρχία. Νά μήν εἶναι φλύαρος, ἀλλά νά ἔχει βάθος πνευματικό («ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχύς εἰς τό ἀκοῦσαι, βραδύς εἰς τό λαλῆσαι, βραδύς εἰς ὀργήν», 1,19). Πρέπει νά συγκρατεῖ τόν θυμό του. Νά εἶναι «βραδύς εἰς ὀργήν». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (β) νά εἶναι ὄχι μόνο ἀκροατής, ἀλλά καί ποιητής τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά «παραλογίζεται» («γίνεσθε δέ ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς», 1,22). Δηλαδή δέν κάνει καλό λογαριασμό! Ὑπολογίζει γιά τήν σωτηρία του τήν ἀκρόαση μόνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἐνῶ γιά τήν σωτηρία μας ἀπαιτεῖται ὄχι μόνο ἡ ἀκρόαση, ἀλλά προπαντός ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου, ἐμεῖς καταβάλλουμε γιά τήν σωτηρία μας μόνο τήν ἀκρόαση. Καί γιά νά δείξει ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος πόσο ἀνούσιο εἶναι τό νά ἀκούει κανείς μόνο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς νά προχωρεῖ στήν ἐφαρμογή του, μᾶς λέγει καί ἕνα δεύτερο παράδειγμα: Ἀναφέρει κάποιον πού μπροστά στόν καθρέπτη βλέπει τό πρόσωπό του. Ἀλλά αὐτό πού βλέπει εἶναι ἕνα φάσμα, γι᾽ αὐτό καί ἐξαφανίζεται ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν καθρέπτη («ὅτι εἴ τις ἀκροατής λόγου ἐστί καί οὐ ποιητής, οὗτος ἕοικεν ἀνδρί κατανοοῦντι τό πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ. Κατενόησε γάρ ἑαυτόν καί ἀπελήλυθε, καί εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν», 1,23-24). Βλέπει ἕνα φάσμα, ὄχι πραγματικό ἀντικείμενο.

4. Αὐτό εἶναι ψεύτικη θρησκευτικότητα. Καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁμιλεῖ ὁ Ἀδελφόθεος περί τῶν «θρήσκων». Αὐτοί ἐκαυχῶντο γιά τούς τύπους μόνο. Ἀλλά αὐτό, χριστιανοί μου, λέγεται «θρησκεία», ἐνῶ ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό λέγεται «πίστις», ἀπό τό ρῆμα «ἐμπιστεύομαι». Οἱ ἀγαπώμενοι μόνο ἐμπιστεύονται. Ἡ «θρησκεία» δέν εἶναι καθαρή θρησκεία. Ὁ Ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφέρει ἐδῶ ἕναν ὡραῖο λόγο, πού εἶναι ἀδάμας τῆς ἐπιστολῆς. Λέγει μέ σύντομο λόγο τί εἶναι πραγματική θρησκεία. Λέγει: «Θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί Πατρί αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου» (1,27). Δηλαδή, σωστή πνευματική ζωή εἶναι τό νά ἀγωνιζόμεθα νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά πάθη καί νά φερόμαστε μέ ἀγάπη καί φιλανθρωπία στούς φτωχούς καί θλιμμένους ἀδελφούς μας!

5. Παραμένοντας στό ἴδιο θέμα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, στό θέμα πῶς πρέπει νά πολιτεύεται ὁ χριστιανός καί τί νά ἀποφεύγει, λέγει στήν συνέχεια (γ) ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγει τήν προσωποληψία («ἀδελφοί μου, μή ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τήν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης…», 2,1 ἑξ.). Προσωποληψία εἶναι νά τιμοῦμε μόνο τόν ἐπίσημο καί τόν πλούσιο καί νά ὑποτιμοῦμε τόν πτωχό καί τόν ἄσημο ἄνθρωπο. Ἀπαράδεκτο αὐτό, χριστιανοί μου, στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί, λέγει ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅτι αὐτό εἶναι παράβαση ὅλου τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ («ὅστις γάρ, ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος», 2,10). Εἶναι προσβολή τοῦ «Βασιλικοῦ» Νόμου («νόμον βασιλικόν», 2,8). Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Νόμος; Εἶναι ὁ Νόμος τῆς ἀγάπης («ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», 2,8), γιατί ὁ Χριστός ὁ Βασιλεύς μας κήρυξε τόν Νόμο αὐτόν, πού εἶναι καί νόμος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία λέγεται καί «Βασιλεία» («Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός»).

6. Στήν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος ἐπιμένει στό κακό τῆς γλώσσας (3,1-12). Ἐπιμένει περισσότερο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος στό θέμα αὐτό καί παριστάνει μέ δυνατές εἰκόνες τήν δύναμή της καί τό κακό πού προξενεῖ ἡ γλώσσα. Στά στενά καί περιορισμένα ὅρια τῆς παρούσης ὁμιλίας δέν ἔχω τόν χρόνο, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, νά ἀναπτύξω τήν ὡραία διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου, τήν ὁποίαν ἐκθέτει γιά τό θέμα αὐτό στήν καθολική του ἐπιστολή. Τοῦτο μόνο λέγω ὅτι πουθενά ἀλλοῦ δέν βρίσκεται στήν Ἁγία Γραφή, τοιαύτη ὡραία ἀνεπτυγμένη διδασκαλία. Ἀναφέρω μόνο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου γιά τήν γλώσσα τόν στίχο 3,6 ὅπου λέγει, ἡ γλώσσα εἶναι ἡ «φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό τῆς γεέννης». Τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός; Ἐδῶ ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ τροχοῦ, στόν ὁποῖο, ὅταν περιστρέφεται μέ ταχύτητα γύρω ἀπό τόν ὁριζόντιο ἄξονά του, βάζουμε τό μαχαίρι ἤ τό ψαλίδι, τό ὁποῖο θέλουμε νά τροχίσουμε. Τό ἀντικείμενο πού τροχίζουμε φλογίζεται ἀπό τόν τροχό, ἀλλά καί αὐτό τό ἀντικείμενο φλογίζει ἐπίσης τόν τροχό. «Τροχός» εἶναι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καί μέ τροχιζόμενο ἀντικείμενο παρομοιάζεται ἡ γλῶσσα. Κατά τό παράδειγμα αὐτό τοῦ Ἀδελφοθέου ἡ γλώσσα πραγματικά «φλογίζεται», δηλαδή ἐρεθίζεται ἀπό τόν τροχό, δηλαδή ἀπό τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί ἡ γλώσσα «φλογίζει», ἐρεθίζει τόν τροχό, δηλαδή ἐξάπτει τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτά πού λέει.

Θίγει καί ἄλλα θέματα στήν καθολική του αὐτή ἐπιστολή ὁ ἅγιος Ἰάκωβος. Ὁμιλεῖ γιά τίς ἁμαρτωλές ἡδονές καί τίς καταχρήσεις, πού εἶναι αἰτία τῶν μεταξύ μας διενέξεων (4,1-12), ὁμιλεῖ γιά τήν πλεονεξία καί ἀλαζονεία τοῦ βίου (4,13-5,6), καί τήν μακροθυμία καί τήν ὑπομονή (5,7-11), ὁμιλεῖ γιά τόν ὅρκο καί τό ψέμα (5,12). Ἀλλά θέλω, μέ πολύ συντομία καί γοργότητα, νά θίξω δύο σημαντικά θέματα τῆς ἐπιστολῆς, δογματικά καί συγχρόνως ἐκκλησιολογικά καί λειτουργικά θέματα. Αὐτά βρίσκονται στό λόγο τοῦ Ἀδελφοθέου περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα (γιά τόν ὁποῖον τελεῖται τό Εὐχέλαιο), καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος». Καί ἀκόμη λέγει γιά τόν τελοῦντα τό Εὐχέλαιο, «κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ» (5,15).

Ἐδῶ, στόν λόγο αὐτό τοῦ Ἀδελφοθέου, δημιουργοῦνται πραγματικά δύο ἀπορίες: (α) Γιατί λέγει ὅτι ὁπωσδήποτε μέ τό Εὐχέλαιο θεραπεύεται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός; Σέ αὐτό ἀπαντοῦν πολλοί – γιά νά μήν πῶ ὅλοι σχεδόν οἱ ἑρμηνευτές –, ὅτι ὅταν ἡ προσευχή γίνεται μέ πίστη («ἡ εὐχή τῆς πίστεως») κάνει πραγματικά θαύματα. Αὐτό κατά τήν ἑρμηνεία τους θέλει νά πεῖ ὁ Ἀδελφόθεος λέγοντας «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα». Ἡ προσευχή δηλαδή πού γίνεται μέ πίστη ὁπωσδήποτε θεραπεύει τόν ἄρρωστο. Ὄχι, χριστιανοί μου, δέν εἶναι αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς ἔκφρασης τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ προσευχή βέβαια πρέπει νά γίνεται μέ πίστη καί ἡ μέ πίστη προσευχή κάνει θαύματα. Ἀλλά, προσευχήθηκε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος – μεγάλος ἅγιος – , χωρίς ὅμως νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή του (βλ. Β´ Κορ. 12,8). Ἡ ἔκφραση «ἡ εὐχή τῆς πίστεως» δέν ἑρμηνεύεται ὡς ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη. Δέν θέλει νά πεῖ αὐτό ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Ὡς «πίστη» ὁ Ἀδελφόθεος ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησία. Καλεῖται καί ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καλεῖται καί «Βασιλεία». Ὑπενθυμίζουμε σ᾽ αὐτό τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «πάντες ἀπολάβετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως», δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Στόν λόγο του λοιπόν ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει μιά μεγάλη ἀλήθεια, δογματική καί ἐκκλησιολογική ἀλήθεια: Ὅτι ἡ προσευχή πού γίνεται καί ἀπό ἕναν ἅγιο ἀκόμη ἄνθρωπο, γιά λόγους πού ξέρει ὁ Θεός, μπορεῖ νά μήν εἰσακουσθεῖ. Ἡ προσευχή ὅμως πού γίνεται ἀπό τήν «Πίστη» μας, δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἔστω καί ἄν γίνεται ἀπό ἕναν ἁμαρτωλό ἱερέα, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται! Ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ἐν Μυστηρίῳ, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται. Καί τό ἱερό Εὐχέλαιο εἶναι Μυστήριο.

(β) Ἡ δεύτερη ἀπορία εἶναι, γιατί ὁ Ἀδελφόθεος λέγει ὅτι μέ τό Εὐχέλαιο σβήνονται ἁμαρτήματα, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι τά ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται μέ τό Μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης; Σ᾽ αὐτό ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε ὅτι στήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅπως καί στήν μετέπειτα ἐποχή, τά δύο Μυστήρια, Εὐχέλαιο καί Ἐξομολόγηση, ἦταν ἑνωμένα ἀπολύτως. Γι᾽ αὐτό καί πολλές εὐχές τοῦ Εὐχελαίου ἀναφέρονται στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Δηλαδή, στήν ἐποχή τοῦ Ἀδελφοθέου κατά τήν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ἐγίνετο καί ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, γι᾽ αὐτό, λοιπόν, καί διαβάζουμε στήν Καθολική ἐδῶ ἐπιστολή τοῦ Ἀδελφοθέου ὅτι τό Εὐχέλαιο ἐξαλείφει ἁμαρτήματα.

7. Τέλος, ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι οἱ Προτεστάντες καί τά παρακλάδια τους ἀπορρίπτουν τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, γιατί νομίζουν ὅτι ἡ διδασκαλία της περί τῶν ἔργων, ὡς ἀναγκαίων γιά τήν σωτηρία μας, καί ὄχι περί τῆς πίστεως (2,14-26), ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ σωτηρία μας προέρχεται ἀπό τήν πίστη μας καί ὄχι ἀπό τά ἔργα μας, φέροντες καί οἱ δυό Ἀπόστολοι ὡς παράδειγμα τόν Ἀβραάμ (Ρωμ. 3,28-4,1 ἑξ.). Καί νομίζουν λοιπόν οἱ Προτεστάντες ὅτι ὑπάρχει διαφωνία μεταξύ τῶν δύο Ἀποστόλων. Σέ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές ἀπαντοῦμε ὅτι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τόν Ἀβραάμ, ὅτι αὐτός δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του καί ὄχι ἀπό τά ἔργα του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τήν περιτομή καί τίς ἄλλες διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, πού πραγματικά δέν δικαιώνουν. Καί ὅταν ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει ὅτι ὁ Ἀβραάμ δικαιώθηκε ἀπό τά ἔργα του καί ὄχι ἀπό τήν πίστη του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τήν προθυμία του νά ὑπακούει στά κελεύσματα τοῦ Θεοῦ καί στό νά θυσιάσει ἀκόμη καί τόν ἀγαπημένο του Ἰσαάκ. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι ἡ ὑπακοή αὐτή τοῦ Ἀβραάμ ἦταν γένημα μεγάλης πίστης του στόν Θεό· καί οἱ δύο, λοιπόν, Ἀπόστολοι συμφωνοῦν στό ὅτι θέλουν ζωντανή πίστη στόν Θεό, πού νά ἐκφράζεται μέ ἔργα.

Ἡ ἐπιστολή θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό πρῶτο χρονολογικό κείμενο τῆς Κ.Δ. καί συνεγράφη πιθανῶς στά Ἰεροσόλυμα κατά τήν πενταετία 55-60 μ.Χ.

Xίος, 17 Μαρτίου 2018
------------------------------------------------------

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου


(π. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου)

Στὸ Εὐχολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει μία ἀκολουθία τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου πολὺ διαδεδομένη. Αὐτὴ φέρει τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἐλαίου ἤτοι τοῦ Εὐχελαίου, ψαλλομένη ὑπὸ ἑπτὰ Ἱερέων, ἐν Ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν Οἴκῳ» (βλ. Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἐκδ. ιδ’ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999, σ. 172). Τὸ Εὐχέλαιον εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 

Τὸ Εὐχέλαιον τελεῖται συνήθως γιὰ κάποιον ἀσθενῆ ἤ γιὰ κάποιο σοβαρὸ ψυχολογικὸ καὶ σωματικὸ πρόβλημα. Ἐπέκεινα τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τελεῖται ἐκ Παραδόσεως ὄχι μόνον στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἀλλὰ καὶ στὶς οἰκίες τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, ὡς ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια καὶ ἱερὲς ἀκολουθίες δὲν τελοῦνται σὲ σπίτια αἱρετικῶν ἤ σχισματικῶν. 

Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ τελεσθεῖ τὸ ἱερὸν μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου καθὼς καὶ ὅλων τῶν ὑπολοίπων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἔχουν ἰσχὺ καὶ ἐγγυρότητα εἶναι νὰ τελοῦνται ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο κανονικὰ χειροτονημένο κληρικό. Ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις περιπλανόμενων κληρικῶν ποὺ τελοῦν μόνον Εὐχέλαια καὶ Ἐξορκισμοὺς στὰ σπίτια τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, κληρικῶν ποὺ δὲν ἔχουν κανονικὴ ἱερωσύνη καὶ φυσικὰ τὰ τελούμενα μυστήριά τους πάσχουν ἀπὸ ἐγκυρότητα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καλὸν θὰ εἶναι οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί μας νὰ ἐμπιστεύονται γιὰ τὶς ἁγιαστικές τους πράξεις μόνον τοὺς ἐφημερίους τῆς ἐνορίας τους. Ὡς ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ Ἱερὸν Εὐχέλαιον ἀνήκει στὶς μυστηριακὲς τελετές. Δηλ. μὲ τὴν ἐπενέργεια τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος διὰ τῶν ἱερῶν καθαγιαστικῶν εὐχῶν καθίσταται τὸ ἔλαιο, πηγὴ χάριτος καὶ ἐλέους πηγή.

Τὸ Ἱερὸν μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου τελεῖται ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ καὶ σὲ κάθε περίπτωση καὶ περίσταση ποὺ προαναφέραμε. Ὁ Ὀρθόδοξος κληρικὸς ποὺ εἶναι ὁ οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὁ καλὸς διαχειριστής, ὀφείλει νὰ ἐρευνᾶ πάντοτε τὰ κίνητρα τῶν αἰτούντων τὴν ἐπιτέλεση τῶν ἁγίων μυστηρίων τῆς πίστεώς μας. Γιὰ παράδειγμα ζητάει κάποιος πιστὸς τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου στὸ σπίτι του ἐνῶ ὁ κληρικὸς ποτὲ δὲν τὸν εἶδε νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ ἐξιχνιάζει τὰ κίνητρα τοῦ πιστοῦ ἐκείνου πού, ἐνῶ δὲν ὀρθοπραττεῖ στὰ ὑπόλοιπα μυστήρια καὶ ἀκολουθίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ζητεῖ ἐπιμόνως τὴν τέλεση αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου. Συνήθως οἱ πιστοί μας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν σωστὰ κατηχημένοι στὰ τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μας, ζητοῦν τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου ἐνῶ κατ’ οὐσίαν ἐννοοῦν τὸν μικρὸ Ἁγιασμό, ἤ εὐχὲς λεχῶνας ἤ Τρισάγιον γιὰ τὸν κεκοιμημένο τους ἤ ἄλλα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἱερέας κατά τὴν ἐπαφή του μὲ τὸν πιστὸ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐξιχνιάσει τί πρέπει νὰ κάνει, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν πρόσκληση ἤ νὰ τὴν ἀπορρίψει, κάτω φυσικὰ ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. 

Συνηθίζουν γιὰ παράδειγμα πολλοὶ μάγοι ἤ χαρτορίχτρες ἤ μέντιουμ νὰ συνιστοῦν στοὺς πελάτες τους, ποὺ δυστυχῶς εἶναι αὐτοὶ κατὰ τὴν πλειονότητά τους στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, νὰ τελοῦν πολλὰ εὐχέλαια, τρία ἤ ἑπτά συνεχόμενα, ἐνῶ ποτέ τους δὲν λένε στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ νὰ ἐκκλησιάζονται. Αὐτὸ εἶναι μιὰ παραπλάνηση ἐκ μέρους ὅλων αὐτῶν τῶν «τσαρλατάνων» γιὰ νὰ καλύπτουν τὶς δαιμονικὲς πλάνες τους μὲ ἁγιοτικὰ σημεῖα. Ἡ πλάνη αὐτῶν ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πιστὸς εὔκολα πέφτει θύμα σὲ κάτι ποὺ φαινομενικὰ φαίνεται ἐκκλησιαστικό, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶναι μιὰ ἐπιλεκτικὴ ἀποδοχὴ κάποιου μυστηρίου ἤ ἀκολουθίας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως στὴν ὁλότητά της, ἀλλὰ στὴν ἀποσπασματικὴ ἐπιλογή της. Ἔτσι ὅμως ἀπομονωμένο τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου δὲν μπορεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ του νὰ ἁγιάσει τὸν προβληματισμένο ἄνθρωπο, γιατὶ προκειμένου νὰ ἐνεργήσει κάποιο μυστήριο θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται ἐκ προοιμίου ἀπαραίτητη καὶ ἡ ἐν γένει ἀποδοχὴ ὅλων τῶν ὑπολοίπων μυστηρίων καὶ ἱερῶν τελετῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. 

Ὁπότε καταλήγουμε νὰ σημειώσουμε ὅτι, ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, ἀπαιτεῖται μιὰ ἰδιαίτερη προσοχὴ ἐκ μέρους τοῦ καλοῦ λειτουργοῦ-ἱερέως γιὰ τὸ ποιὸς τὸ ζητᾶ καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸ τελέσει. Ἡ ἔρευνα γιὰ τὸ ἄν πρέπει νὰ τελεσθεῖ σὲ κάποιον πιστὸ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τιμᾶ τὸν κληρικό, ἐνῶ σὲ ἀντίθετη περίπτωση ὅταν ὁ κληρικὸς ἀδιακρίτως νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἱερὰ μυστήρια τὸν κάνει ἐπιλήσμονα τῶν ἱερῶν ὑποσχέσεων ποὺ ἔδωσε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του ὅτι δὲν θὰ βάλει τὸν μαργαρίτη, (ἐνν. τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ἐπέκεινα ὁλόκληρη τὴν ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας) ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, δηλ. σὲ κάποιους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ λάβουν αὐτὰ καὶ λόγῳ ἀναξιότητος καὶ γιὰ διάφορους ἄλλους λόγους ποὺ προαναφέραμε. Τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου εἶναι τὸ κατεξοχὴν μυστήριο τῶν πιστῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας μας. 

Ὁ πιστὸς δὲν τελεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γιὰ τὸ καλό, γιὰ τὸ ριζικό του, γιὰ τὴν τύχη του ὅπως συνηθίζουν κάποιοι πλανεμένα νὰ λένε, ἀλλὰ τὸ τελεῖ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας-ἐξομολογήσεως καὶ πάντοτε σὲ στενὴ καὶ ἀδιάλειπτη σχέση μὲ τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου μπορεῖ καὶ τελεῖται τακτικὰ σὲ σπίτια εὐλαβῶν πιστῶν κατὰ τὶς περιόδους τῶν μεγάλων νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς ἐφόδιο καὶ στήριγμα γιὰ τὸν ἀγῶνα τους στὴν καλύτερη προσέγγιση τῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ ὡς βακτηρία στὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας. Ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς περιόδους τῆς Ἐκκλησίας μας μπορεῖ νὰ τελεῖται τὸ ἱερὸν εὐχέλαιον καὶ στὸ ναὸ καὶ στὶς οἰκίες τῶν πιστῶν μας.
 
Ἔτσι τὸ Ἱερὸν Εὐχέλαιον, κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τελεῖται συνήθως στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς κάθε Μεγάλη Τετάρτη, μιὰ ἡμέρα πρὸ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναμνήσεως τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλ. τῆς παραδόσεως ὑπὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου στοὺς μαθητές Του καὶ ἐπέκεινα στὴν ἴδια τῆς Ἐκκλησία τοῦ Φρικτοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ τούτου καὶ φρικωδεστάτου μυστηρίου περνᾶ κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου καὶ φυσικὰ τῆς προηγηθείσης μετανοίας διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι, καὶ κατὰ τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν στὸ Εὐχολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τὸ μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου ἕπεται τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας-ἐξομολογήσεως (βλ. Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἐκδ. ιδ’ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999, σ. 172-218).

Γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ἀπαιτοῦνται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν τὰ κάτωθι: Πρῶτα προετοιμάζεται ὁ χῶρος ὅπου θὰ τελεσθεῖ τὸ Ἱερὸν Εὐχέλαιον. Συνηθίζεται νὰ εἶναι ὁ καλύτερος χῶρος τοῦ σπιτιοῦ μας (π.χ. τὸ σαλόνι) ἤ ἐὰν ὑπάρχει κάποιο εἰκονοστάσιο στὸ σπίτι νὰ τελεῖται σ’ ἐκεῖνον τὸν χῶρο, ποὺ εἶναι ὁ τόπος προσευχῆς τῆς κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας. Τοποθετεῖται στὸν χῶρο ποὺ ἐπιλέξαμε ἕνα ψηλὸ τραπέζι στὸ ὕψος τῆς τραπεζαρίας ποὺ τρῶμε. Πάνω στὸ τραπέζι ἁπλώνεται ἕνα καθαρὸ λευκὸ (κατὰ προτίμηση) τραπεζομάνδηλο κι ἔπειτα τοποθετοῦνται:

- ἕνα μπόλ ἤ λεκάνη μὲ ἀλεύρι ἤ ἕνα ζυμωμένο πρόσφορο (γιὰ μὲν τὴ χρήση τοῦ ἀλεύρου προκειμένου κατόπιν τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου νὰ ζυμωθεῖ σὲ πρόσφορο γιὰ νὰ προσκομισθεῖ ἀπὸ τὸν ἱερέα κατὰ τὴν προσεχὴ τέλεση τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐνῶ ἐὰν εἶναι ἕτοιμο ζυμωμένο γιὰ τὸν ἴδιο λόγο),

- ἑπτὰ μικρὰ καθαρὰ κεράκια (Κατὰ προτίμηση μελισσοκερένια. Συνηθίζουμε οἱ πιστοὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὴν λατρεία ὅ,τι πιὸ καθαρὸ καὶ γνήσιο, ὄχι μόνον γιὰ τὸ κερί μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ λάδι μας, γιὰ τὸ κρασί μας, γιὰ τὸ θυμίαμά μας καὶ για ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Αὐτὸ δείχνει τὸν σεβασμό μας πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό),

- μία εἰκόνα (κατὰ προτίμηση) τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας μὲ τὸ Χριστό, καὶ φυσικὰ καὶ ἄλλες ὑπάρχουσες εἰκόνες ἁγίων τοῦ σπιτιοῦ,

- τὸ λιβανιστήρι (θυμιατό ἤ κατζίον) μὲ καρβουνάκι καὶ θυμίαμα (τὸ καρβουνάκι καλὸν θὰ εἶναι νὰ ἀνάπτεται ἐκτὸς οἰκίας διότι προκαλεῖ πολλὲς φορὲς ἐκρήξεις καὶ ζημιές. Στὰ σπίτια εἴθισται νὰ χρησιμοποιεῖται καρβουνόσκονη, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ἰδιότητα ὅταν ἀνάπτεται νὰ εἶναι βραδυφλεγὴς καὶ νὰ μὴν προκαλεῖ νέφος ἀποπνικτικῶν ἀερίων. Ἐπίσης ποτὲ δὲν τοποθετοῦμε πάνω στὸ ἀναμμένο καρβουνάκι πολλὰ σπυριὰ θυμιάματος, παρὰ μόνον ἕνα, δύο ἤ τρία κι ἐφόσον φυσικὰ τὸ καρβουνάκι ἔχει ἀποκτήσει λευκὸ χρῶμα, δηλ. τὴν γκρίζα στάκτη),

- τὸ κανδηλάκι (ἐνν. ἕνα κατάλληλο ποτηράκι μὲ ἔλαιο καθαρὸ καὶ κανδηλήθρα ἀναμμένη (ποτέ στὸ κανδηλάκι μας δὲν καῖμε διάφορα αἰθέρια ἔλαια ἤ διάφορα ἔλαια ἄλλων καρπῶν, παρὰ μόνον λάδι ἐλιᾶς. Ἐπίσης ἡ ἀφὴ τῆς κανδήλας θὰ πρέπει νὰ εἶναι χαμηλόφωτη καὶ ὄχι νὰ κάνουμε μεγάλο φυτίλι γιὰ νὰ φωτίζεται ὅλο τὸ σπίτι ὅπως συνηθίζουν πολλοὶ πιστοί. Ἡ ἀφὴ τῆς κανδήλας εἶναι σύμβολο. Συμβολίζει τὴν παντοτινὴ ἄσβεστη πίστη τῶν ἀνθρώπων. Κάποιοι πιστοὶ συνηθίζουν στὸ κανδήλι τους νὰ βάζουν κατὰ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου καὶ κρασί. Αὐτὸ τὸ στηρίζουν στὸ εὐαγγέλιο, στὴν περικοπὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ποὺ διαβάζεται κατὰ τὸ Εὐχέλαιον, ὅπου ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὅταν βρῆκε τὸν πληγωμένο ἀσθενὴ στὸ δρόμο ἔρριξε ἐπάνω στὶς πληγές του ἔλαιο καὶ οἶνο. Δηλαδὴ μιὰ περιποίηση κατὰ τὴν ὁποία ταυτόχρονα μὲ τὸν καυτηριασμὸ τῆς πληγῆς ἔγινε καὶ καθάρισμα μὲ τὸ μαλάκωμα τῆς ἐπαλείψεως τοῦ ἐλαίου. Τὸ κύριο ὅμως ὑλικὸ στοιχεῖο ποὺ εὐλογεῖται κατὰ τὸ Εὐχέλαιο εἶναι τὸ λάδι καὶ ὄχι τὸ κρασί). Ἡ κανδήλα μὲ τὸ λάδι, σύμφωνα μὲ κάποιες διατάξεις καὶ τοπικὲς παραδόσεις τοποθετεῖται στὸ κέντρο τοῦ ἄλευρου. Πάντως καὶ ἐκτὸς τοῦ ἄλευρου νὰ εἶναι τὸ κανδήλι δὲν ἐπηρεάζει τὸν ἁγιασμό του,

- μία χριαλίδα (συνήθως χρησιμοποιοῦμε βατονέτες αὐτιῶν. Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ ἐνημερώσει τοὺς πιστοὺς ὅτι ἡ χριαλίδα δὲν πρέπει νὰ πεταχθεῖ στὰ σκουπίδια, ἀλλὰ μὲ συστολὴ ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἱερῶν σκευῶν, ὅπως καμμένα φυτίλια κανδηλιῶν, χαρτιὰ ποὺ ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἔλαιο ἤ βαμβάκια, θάπτονται ὅλα σ’ ἕνα ἀπάτητο μέρος ἤ ρίπτονται στὴ θάλασσα. Αὐτὸ δὲν εἶναι τυπολατρία, ἀλλὰ σεβασμὸς πρὸς τὰ ἱερὰ τῆς πίστεώς μας),

- τὰ ὀνόματα ὑπὲρ ὑγείας (ποτὲ δὲν γράφουμε στὸ Εὐχέλαιο ὀνόματα ὑπὲρ ἀναπαύσεως κεκοιμημένων καὶ φυσικὰ ποτὲ δὲν γράφουμε λίστες ὁλόκληρες ὀνομάτων. Καλὸν θὰ εἶναι νὰ γράφονται τὰ ὀνόματα μόνον τῆς οἰκογενείας γιὰ τὴν ὁποία τελεῖται τὸ Εὐχέλαιον).

Τὸ Εὐχέλαιον δὲν πίνεται, ἀλλὰ μόνον χρίεται στὰ μέλη τοῦ σώματος τῶν πιστῶν. Συνήθως κατὰ τὴν χρίση ὁ ἱερέας ἐπαλείφει τὰ ἑξῆς σημεῖα τοῦ σώματος: 
α) τὴν κεφαλή (μέτωπο, πιγούνι καὶ παρειές) καὶ 
β) τὰ χέρια (ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ τῆς παλάμης) σχηματίζοντας μὲ τὸ ἔλαιο τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ. Ὑπάρχει μιὰ εὐλαβικὴ συνήθεια οἱ πιστοὶ νὰ ἐπαλείφονται μὲ τὸ ἔλαιον τοῦ Εὐχελαίου καὶ στὰ μέρη ἐκείνα τοῦ σώματός τους ποὺ ἀσθενοῦν ἀπὸ μόνοι τους. 

Τὸ Εὐχέλαιον, δηλ. τὸ εὐλογημένο ἔλαιο, ἐπίσης φυλάσσεται στὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἐπίσης ποτὲ δὲν χαλάει τὸ Εὐχέλαιον. Αὐτὸ τὸ γράφουμε γιατὶ πολλοὶ μπορεῖ νὰ νομίζουν ὅτι ἐὰν περάσουν δέκα ἤ καὶ παραπάνω χρόνια τὸ Εὐχέλαιον χαλάει καὶ πρέπει νὰ τὸν πετάξουν. Τὸ Εὐχέλαιον ὅπως καὶ ἄλλα μυστήρια καὶ ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνα διαρκὲς θαῦμα στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ μυστικὸ γιὰ τὸ Εὐχέλαιο εἶναι ὅτι μόνο τότε ποτὲ δὲν χαλάει, ὅταν τελεῖται ἀπὸ κανονικὸ Ὀρθόδοξο κληρικό, δηλ. ἀπὸ ἱερέα ποὺ ἔχει κανονικὴ ἱερωσύνη. Ἀκόμη πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ λαμβάνουμε «εὐχέλαια καὶ ἁγιάσματα» ἀπὸ κανέναν ὅταν δὲν γνωρίζουμε τὴν ποιότητα τῆς πίστεως ἐκείνου ποὺ μᾶς τὰ προσφέρει. Τὸ κύτταρο τῆς μυστηριακῆς καὶ ἁγιαστικῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι μόνον ἡ ἐνορία τους καὶ τὰ ἱερὰ σεβάσματά μας, δηλ. τὰ μοναστήρια καὶ τὰ Ἁγιάσματα. Εἶναι οἱ τόποι ποὺ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε ὅλοι μας ἀνεπιφύλακτα.

Ὁ ἱερέας ποὺ προσέρχεται στὴν οἰκία ἐνορίτη του νὰ τελέσει τὸ Εὐχέλαιο ἀπαραιτήτως θὰ πρέπει νὰ φέρει:
α) τὸ ἱερὸν ἐπιτραχήλιον ποὺ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ἐκείνο πολύχρωμο ὕφασμα ποὺ τὸ φορὰ ὁ ἱερέας ἐπὶ τοῦ τραχήλου του, δηλ. τοῦ λαιμοῦ του, ἐφόσον πρῶτα τὸ σταυρώσει διὰ τῆς δεξιᾶς του χείρας καὶ πεῖ κάποια συγκεκριμένη εὐχή,

β) Τὸν Τίμιο Σταυρὸ τὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας (συνήθως ὁ Σταυρὸς αὐτὸς λέγεται ἐπιτραπέζιος διότι ἔχει βάση καὶ στέκεται ὄρθιος),

γ) τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον (ὑπάρχει σὲ μικρὸ σχῆμα εἴτε ἀσημόδετο εἴτε δερματόδετο), καί

δ) τὸ «Εὐχολόγιον» ποὺ εἶναι λειτουργικὸ ἱερατικὸ βιβλίο ποὺ περιέχει ὅλες τὶς ἁγιαστικές, μυστηριακὲς καὶ περιστατικές, ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ ἱερέας μετὰ πάσης εὐλαβείας τελεῖ τὴν ἱερὰ ἀκολουθία ἔχοντας πρῶτα μελετήσει πολὺ καλὰ τὰ ἱερὰ κείμενα. Τὸ θυμίαμα προσφέρεται κατὰ τὴν ἐμμελὴ ἀνάγνωση τῶν Ἀποστόλων. Πάντοτε τὸ θυμίαμα εὐλογεῖται ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ σταυρώνεται. Πρῶτα θυμιάζεται τὸ εἰκόνισμα ἤ οἱ ἱερὲς εἰκόνες γενικά κι ἔπειτα ὅλος ὁ κόσμος τῆς οἰκίας. Κατὰ τὸ τέλος ξαναθυμιάζεται τὸ εἰκόνισμα.

Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀναγινώσκει ὁ ἱερέας τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἑπτὰ στὸν ἀριθμό, εἴθισται οἱ πιστοὶ νὰ μπαίνουν κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι, ὅπως ἐπίσης καὶ κατὰ τὴν τελευταία εὐχὴ «Βασιλεῦ ἅγιε, εὔσπλαγχνε, καὶ πολυέλεε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Αὐτὴ εἶναι μιὰ εὐλαβικὴ συνήθεια τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ὅμως κατ’ ἐξαίρεση μόνον στὶς οἰκίες τῶν πιστῶν, ὄχι ὅμως καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς δημοσίου λατρείας, δηλ. κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας μέσα στὸ ναό. Αὐτὴ ἡ συνήθεια ρητὰ ἀναφέρεται στὸ Εὐχολόγιον (βλ. Μικρὸν Εὐχολόγιον ἐκδ. ιδ’ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999, σ. 215) ὅπου κατὰ τὸν χρόνο πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς «Βασιλεῦ ἅγιε, εὔσπλαγχνε…» ὁ ἱερέας λαμβάνοντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο «τίθησιν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» (δηλ. τοῦ τελοῦντος τὸ Εὐχέλαιον).

Ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ὥρα ποὺ χρίει μὲ τὸ εὐχέλαιο τοὺς πιστούς, ψάλλει τὸ τροπάριον «Πηγὴν ἰαμάτων ἔχοντες» κι ἄν ὁ κόσμος εἶναι πολὺς ψάλλει καὶ ἕτερα τροπάρια ὅπως τό: «Νεῦσον παρακλήσεσι, σῶν ἱκετῶν, Πανάμωμε».

Ἐὰν κατὰ τὸ Εὐχέλαιο παρίσταται καὶ διάκονος φέρει μόνον τὸ ὁράριόν του. Ἐὰν ὑφίστανται ψάλτες τότε ἐκείνοι ἀπαντοῦν στὰ ψαλτικὰ μέρη, ἐὰν ὅμως ὄχι τότε ὁ διάκονος, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ψάλει καὶ τοὺς Ἀπόστολους. Ἐὰν ἀπουσιάζουν ἅπαντες τότε ἐξυπακούεται ὅτι ὅλα θὰ τὰ ψάλλει ὁ ἱερέας.

Ἀκόμη νὰ σημειώσουμε ὅτι τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ εἶναι ἀποτυπωμένες στὸ «Εὐχολόγιον» τὶς διαβάζει μόνον ὁ ἱερέας καὶ ποτὲ λαϊκός. Ὁ ἱερέας ἔχει τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη, δηλ. ἔχει λάβει μὲ εἰδικὴ μυστηριακὴ ἀκολουθία τὴν ἱερωσύνη του στὸν ὀρθόδοξο ναὸ ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας καὶ μπορεῖ ἀκωλύτως νὰ τελεῖ ὅλα τὰ μυστήρια καὶ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυσικὰ νὰ διαβάζει τὶς εὐχὲς στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ λαϊκὸς ποὺ ἔχει τὴν γενικὴ ἱερωσύνη, ὄχι τὴν εἰδική, μόνον μετέχει ἁγιαζόμενος ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ποτὲ δὲν ἁγιάζει τοὺς ἄλλους (ὑπάρχουν περιπτώσεις πλάνης ὅταν κάποιοι ἄνθρωποι ἀντικαθιστοῦν τοὺς ἱερεῖς καὶ πλανοῦν πολλοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ νὰ τοὺς σταυρώνουν καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύουν, πράξεις ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν μόνον οἱ ἔχοντες τὴν εἰδικὴν ἱερωσύνην).

Τὸ Εὐχέλαιον εἶναι μυστήριον ποὺ τελεῖται μόνο σὲ ζῶντες πιστούς καὶ ποτὲ σὲ κεκοιμημένους. Καὶ φυσικὰ ἡ χρίση διὰ τοῦ ἁγίου ἐλαίου τοῦ Εὐχελαίου γίνεται μόνον σὲ ἀνθρώπους καὶ ποτὲ σὲ ἄλογα ζῶα, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Μικρὸ Ἁγιασμὸ ποὺ τελεῖται καὶ γιὰ τὰ ζῶα.

Ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀκολουθία ποὺ διαρκεῖ λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. Ὁ ἱερέας πρέπει νὰ ἐνημερώνει τοὺς πιστούς του ὅτι τὸ Εὐχέλαιο ἀπαιτεῖ ἀρκετὴ ὥρα ὀρθοστασίας καὶ προσευχῆς (ἐκτὸς φυσικὰ τῶν ἀνημπόρων γερόντων καὶ τῶν ἀσθενούντων ποὺ βρίσκονται στὸ κρεββάτι) καὶ πὼς ἀκόμη ἀπαιτεῖται σεβασμὸς πρὸς τὸ μυστήριο καὶ προσευχὴ κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ἐπιτελεῖται. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ πιστοὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Εὐχελαίου παραμένουν στὸν χῶρο τῆς τελέσεως αὐτοῦ καὶ πὼς θεωρεῖται μεγάλη ἀσέβεια νὰ ἀπαντοῦν σὲ τηλέφωνα ἤ νὰ στέλνουν μηνύματα στὰ κινητὰ τηλέφωνά τους ἤ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ἄλλα πράγματα.
Ἐπίσης ἡ τέλεση τοῦ Εὐχελαίου δὲν ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ἐκδήλωση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ προσευχή. Ἔτσι δὲν δικαιολογεῖται στὰ σπίτια τῶν τελούντων τὸ Εὐχέλαιο νὰ προσκαλεῖται πολὺς κόσμος, παρὰ μόνον ἐκείνοι οἱ πιστοὶ ποὺ θὰ προσέλθουν προσευχητικά. Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ καταρτίζει τὸ ποίμνιόν του καὶ στὰ θέματα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν παρεξηγεῖται ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου καὶ γίνεται ἡ προσέγγισή του τυπολατρικὰ καὶ ἐπιφανειακά.

Τὸ Εὐχέλαιον μπορεῖ νὰ τελεῖται ἀπὸ ἕναν ἱερέα, κατὰ τὴν Παράδοση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ὁποία στηρίζεται στὸ τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τὸ ἀνάγνωσμα (5, 10-16) «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῶ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα…» εἴθισται νὰ παρευρίσκονται καὶ περισσότεροι τοῦ ἑνὸς πρεσβύτεροι-ἱερεῖς ὅπου αὐτὸ καθίσταται δυνατὸ καὶ ἐπιτρεπτό.

Ἡ χρίση τῶν πιστῶν μὲ τὸ ἔλαιο τοῦ Εὐχελαίου γίνεται κατὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας καὶ ὄχι στὴν ἀρχή, ἐφόσον ἕνας ἱερέας εἶναι ὁ τελῶν τὸ Εὐχέλαιον. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἐὰν εἶναι πολλοὶ οἱ ἱερεῖς -ἑπτὰ εἰς τὸν ἀριθμόν- τότε ἡ χρίση γίνεται τόσες φορὲς ὅσοι εἶναι καὶ οἱ ἱερεῖς (δηλ. ἀπὸ μία φορὰ ὁ κάθε ἱερέας μετὰ ἀπὸ κάθε Ἀποστολοευαγγέλιο).

Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ὁ ἱερέας δίδει συμβουλὲς στοὺς τελέσαντας πιστοὺς γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ Εὐχελαίου καὶ φυσικὰ δὲν παραλείπει νὰ τοὺς ὁμιλήσει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ χρησιμότητα τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καὶ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἤ ἀκόμη, δεχόμενος τὸ κέρασμά τους καὶ κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ, νὰ γνωρισθεῖ μαζί τους καὶ ν’ ἀναπτύξει κάποιο πνευματικὸ θέμα.

-----------------------------------------------------------
 πηγή: orthmad.gr

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018


ΙΕΡΟΣ  ΝΑΟΣ  ΑΓΙΟΥ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΙΛΙΟΥ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
MHNOΣ    ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018   (23.20.645)

 1/11/018   ΠΕΜΠΤΗ  (Ἀγ.  Κοσμά  &  Δαμιανοῦ)
                                      7 π.μ.  Θεία  Λειτουργία - Ἁγιασμός
 2/11/018  ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ    
                                      3.30  μ.μ.   Ἱερά  Ἐξομολόγησις   π.  Μιχαήλ
 3/11/018   ΣΑΒΒΑΤΟ     
                                     7 π.μ.  Θεία  Λειτουργία
 4/11/018   ΚΥΡΙΑΚΗ  (Ε΄ Λουκά)
                                      7 π.μ.  Θεία  Λειτουργία
 5/11/018   ΔΕΥΤΕΡΑ  (Γαλακτίωνος  &  Ἐπιστήμης)
                                         7 π.μ.  Θεία  Λειτουργία  στό  Παρεκκλήσιο  τοῦ  Ἁγ.  Νικολάου
                                      5 - 7  μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις  (π.  Διονύσιος)
7 μ.μ. Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα: «Ἑρμηνεία  εὐχῶν τῆς  Θείας  Μεταλήψεως»  π.  Διονύσιος
 7/11/018   ΤΕΤΑΡΤΗ   
                                4.30 μ.μ.  Ἐσπερινός  -  Ἱερά  Παράκλησις  εἰς  τούς  Ταξιάρχας
                                6 μ.μ.  Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα:  «Τά  θαύματα  τοῦ  Χριστοῦ»  π. Μιχαήλ
 8/11/018   ΠΕΜΠΤΗ  (Παμμεγίστων  Ταξιαρχῶν)
                                7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
                                4.30 μ.μ.  Ἐσπερινός   -  Χαιρετισμοί  εἰς  τούς  Ταξιάρχας
9/11/018   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  (Ἁγίου  Νεκταρίου)
                                          7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
                                       3.30  μ.μ.   Ἱερά  Ἐξομολόγησις    π.  Μιχαήλ
10/11/018   ΣΑΒΒΑΤΟ     (Μηνά, Βίκτωρος & Βικεντίου)
                                           7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
11/11/018   ΚΥΡΙΑΚΗ   (Ἁγ.  Μηνά  Μεγαλ/ρος)           
                                           7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
12/11/018   ΔΕΥΤΕΡΑ  
                                      5 - 7  μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις  (π.  Διονύσιος)
7 μ.μ. Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα: «Ἑρμηνεία  εὐχῶν τῆς  Θείας  Μεταλήψεως»  π.  Διονύσιος
13/11/018   ΤΡΙΤΗ      (Ἁγίου  Ἰωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου)   
                                           7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
14/11/018   ΤΕΤΑΡΤΗ   (Ἁγίου  Φιλίππου)  
                          7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
                        4.30 μ.μ.  Ἱερά  Παράκλησις  Ἁγ.  Φανουρίου  -  Φανουρόπιττες
                        5.30 μ.μ.  Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα:  «Τά  θαύματα  τοῦ  Χριστοῦ»  π. Μιχαήλ

ΑΡΧΗ   ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

16/11/018   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ   (Εὐαγγ.  Ματθαίου)     
                                       7 π.μ.  Θεία  Λειτουργία
                                      3.30  μ.μ.   Ἱερά  Ἐξομολόγησις  π.  Μιχαήλ

17/11/018   ΣΑΒΒΑΤΟ       
                                           7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
18/11/018   ΚΥΡΙΑΚΗ   (Θ΄ Λουκά)   
                                          7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
13.00  Ἀπογευματινός  Προσκυνηματικός  Περίπατος  εἰς  Ἱ.  Μ.  Παναγίας  Γαλακτο-τροφούσης  Μεγάρων &  Ἱ. Μ. Τιμίου  Προδρόμου  Μακρυνοῦ       Τιμή  15 €
19/11/018   ΔΕΥΤΕΡΑ
                                       5 - 7  μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις    π.  Διονύσιος
7 μ.μ. Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα: «Ἑρμηνεία  εὐχῶν τῆς  Θείας  Μεταλήψεως»  π.  Διονύσιος
21/11/018   ΤΕΤΑΡΤΗ   (Εἰσόδια  Θεοτόκου) 
                            7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
                         4.30 μ.μ.  Ἱερά  Παράκλησις  Θεοτόκου
                         5.30 μ.μ.  Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα:  «Τά  θαύματα  τοῦ  Χριστοῦ».  π. Μιχαήλ
23/11/018   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
                                       3.30  μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις   π.  Μιχαήλ
24/11/018   ΣΑΒΒΑΤΟ      
                                       7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
25/11/018   ΚΥΡΙΑΚΗ    (Ἁγ.  Αἰκατερίνης)              
                                       7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
    8.30 – 12.30  ΑΓΡΥΠΝΙΑ  ἐπί τῇ ἑορτῇ  τοῦ  ἐν Ἁγίοις Πατρός  ἡμῶν  Στυλιανοῦ
26/11/018   ΔΕΥΤΕΡΑ   (Ἁγ. Στυλιανοῦ)
                                       7 π.μ.  Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία
                                       5 - 7  μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις    π.  Διονύσιος
7 μ.μ. Σειρά  ὁμιλιῶν  μέ  θέμα: «Ἑρμηνεία  εὐχῶν τῆς  Θείας  Μεταλήψεως»  π.  Διονύσιος
28/11/018   ΤΕΤΑΡΤΗ        
                                     5   μ.μ.    ΑΓΙΟ  ΕΥΧΕΛΑΙΟ
29/11/018   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
                                      3.30 μ.μ.  Ἱερά  Ἐξομολόγησις   π.  Μιχαήλ
30/11/018   ΣΑΒΒΑΤΟ   (Ἁγ. Ἀνδρέου  Πρωτοκλήτου)  
                                      7 π.μ.   Ὄρθρος  -  Θεία  Λειτουργία




 Ὑπενθύμησις:  Οἱ  ἐπιθυμοῦντες  νά  συμμετάσχουν  καί  φέτος  στήν  Ἀρτοκλασία  τῆς  Πανηγύρεως  τοῦ   Ναοῦ  μας,  παρακαλεῖσθε  νά  δώσετε  ὀνόματα  ὑπέρ  ὑγείας  Ὀνοματεπώνυμο,  Τηλέφωνο  καί  τό  συμβολικό  τίμημα  τῶν  20 €.  Ὅλοι  οἱ  συμμετέχοντες  θά  λάβουν  ἕνα  ὁλόκληρο  ἄρτο  γιά  εὐλογία.
                                                                                                            
ΕΚ  ΤΟΥ  ΙΕΡΟΥ  ΝΑΟΥ