(Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας)
Εὐχαριστῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τόν ἐνάρετον καί σοφόν Ποιμενάρχην σας, τόν πολυσέβαστον εἰς ἐμέ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Μητροπολίτην Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Κον Κον ΜΑΡΚΟΝ, διότι μοῦ ἔδωσε τήν χαρά τήν σημερινή ἡμέρα νά ἔλθω ὡς προσκυνητής εἰς τήν Ἱεράν σας νῆσον τῆς Χίου, διά νά ὁμιλήσω ἐνώπιόν σας στό καθορισθέν ὑπ᾽ Αὐτοῦ θέμα, περί τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου. Ἐπειδή εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος τῆς ὁμιλίας, εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό θέμα.
1. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἦταν ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἰεροσολύμων καί ἀπό τήν ὑψηλή του, λοιπόν, αὐτή ἐκκλησιαστική θέση ἀποστέλλει μία ἐπιστολή πρός ὅλους τούς χριστιανούς, πρός τήν καθ᾽ ὅλου, δηλαδή, Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό ἡ ἐπιστολή του καλεῖται «Καθολική». – Καλεῖται «ἀδελφόθεος» ὁ Ἰάκωβος, γιατί ἦταν παιδί τοῦ μνήστορος τῆς Παρθένου Ἰωσήφ ἀπό προηγούμενο γάμο του. Ἐπειδή ὁ Ἰωσήφ ἐκαλεῖτο θετός πατέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἰάκωβος καλεῖται «ἀδελφόθεος».
– Ἡ καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, τήν ὁποία θά παρουσιάσω μέ σύντομο τρόπο, εἶναι μία πρακτική Κατήχηση γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπως γιά κατηχητικό πάλι λόγο ἐγράφη ἀργότερα καί τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί τά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἐπειδή δέ πρόκειται περί Κατηχήσεως γι᾽ αὐτό τά θέματα πού θίγονται στήν Ἐπιστολή εἶναι ποικίλλα.
2. Ὁ Ἀδελφόθεος ἀρχίζει μέ τό θέμα τῶν ἐξωτερικῶν πειρασμῶν, δηλαδή, τῶν δοκιμασιῶν τοῦ βίου, πού ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι στήν ζωή. Καί λέγει ὁ Ἀδελφόθεος στούς χριστιανούς νά χαίρονται στίς θλίψεις καί στίς δοκιμασίες, γιατί γυμνάζονται μ᾽ αὐτές στήν πίστη καί αὐτό τό γύμνασμα φέρει στόν ἄνθρωπο ὑπομονή («τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν», 1,3). Ὅποιος δέ ἔχει ὑπομονή ἔχει εἰρήνη καί ἀταραξία, ἔχει παράδεισο μέσα του («ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω»), εἶναι τέλειος, δέν τοῦ λείπει τίποτε («ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι», 1,4).
Τό νά χαίρονται οἱ χριστιανοί μέ ὑπομονή στίς θλίψεις τους, αὐτό ὁ ἅγιος Ἰάκωβος τό λέει «σοφία». Αὐτή τήν σοφία, μᾶς λέγει ὁ Ἀδελφόθεος, νά τήν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά, γιά νά τήν λάβουμε, νά τήν ζητᾶμε μέ πίστη, καί ὄχι διακρινόμενοι («Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ…». «Αἰτείτω δέ ἐν πίστει ,μηδέν διακρινόμενος», 1,5.6). Οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες, λοιπόν, χριστιανοί μου, γυμνάζουν τόν ἄνθρωπο καί ἄν κριθεῖ βραβεύσιμος θά πάρει τόν στέφανο ἀπό τόν Κύριο («…ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς αγαπῶσιν αὐτόν», 1,12).
Οἱ παραπάνω πειρασμοί, οἱ ἐξωτερικοί πειρασμοί, ὅπως τούς εἴπαμε, παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἄλλοι ὅμως πειρασμοί, οἱ ἐσωτερικοί, ὅπως εἶναι οἱ κακοί λογισμοί, καί οἱ κακές ἐπιθυμίες κ.λπ., αὐτοί, ὄχι, δέν παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά προέρχονται ἀπό τήν κακή μας ἐπιθυμία («ἕκαστος δέ πειράζεται ὑπό τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καί δελεαζόμενος», 1,14). Τήν δέ κακή ἐπιθυμία ὁ Ἀδελφόθεος τήν παριστάνει ἐδῶ σάν μιά κακή γυναίκα, πού συλλαμβάνει καί γεννάει τήν ἁμαρτία, ἡ δέ ἁμαρτία φέρει ἔπειτα τόν θάνατο («εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δέ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον», 1,15), τόν πνευματικό θάνατο, τήν ἀποκοπή ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, καί τό κακό δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τόν Θεό προέρχεται μόνο τό καλό. «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (1,17).
3. Στήν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος θέλει νά κάνει σωστούς τούς χριστιανούς μέ σωστή πνευματικότητα. Μιλάει, λοιπόν, τώρα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος γιά τήν ἔμπρακτη θρησκευτικότητα, τήν εὐάρεστη στόν Θεό. Κατά τήν Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (α) νά ἔχει αὐτοκυριαρχία. Νά μήν εἶναι φλύαρος, ἀλλά νά ἔχει βάθος πνευματικό («ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχύς εἰς τό ἀκοῦσαι, βραδύς εἰς τό λαλῆσαι, βραδύς εἰς ὀργήν», 1,19). Πρέπει νά συγκρατεῖ τόν θυμό του. Νά εἶναι «βραδύς εἰς ὀργήν». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (β) νά εἶναι ὄχι μόνο ἀκροατής, ἀλλά καί ποιητής τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά «παραλογίζεται» («γίνεσθε δέ ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς», 1,22). Δηλαδή δέν κάνει καλό λογαριασμό! Ὑπολογίζει γιά τήν σωτηρία του τήν ἀκρόαση μόνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἐνῶ γιά τήν σωτηρία μας ἀπαιτεῖται ὄχι μόνο ἡ ἀκρόαση, ἀλλά προπαντός ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου λόγου, ἐμεῖς καταβάλλουμε γιά τήν σωτηρία μας μόνο τήν ἀκρόαση. Καί γιά νά δείξει ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος πόσο ἀνούσιο εἶναι τό νά ἀκούει κανείς μόνο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς νά προχωρεῖ στήν ἐφαρμογή του, μᾶς λέγει καί ἕνα δεύτερο παράδειγμα: Ἀναφέρει κάποιον πού μπροστά στόν καθρέπτη βλέπει τό πρόσωπό του. Ἀλλά αὐτό πού βλέπει εἶναι ἕνα φάσμα, γι᾽ αὐτό καί ἐξαφανίζεται ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν καθρέπτη («ὅτι εἴ τις ἀκροατής λόγου ἐστί καί οὐ ποιητής, οὗτος ἕοικεν ἀνδρί κατανοοῦντι τό πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ. Κατενόησε γάρ ἑαυτόν καί ἀπελήλυθε, καί εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν», 1,23-24). Βλέπει ἕνα φάσμα, ὄχι πραγματικό ἀντικείμενο.
4. Αὐτό εἶναι ψεύτικη θρησκευτικότητα. Καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁμιλεῖ ὁ Ἀδελφόθεος περί τῶν «θρήσκων». Αὐτοί ἐκαυχῶντο γιά τούς τύπους μόνο. Ἀλλά αὐτό, χριστιανοί μου, λέγεται «θρησκεία», ἐνῶ ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό λέγεται «πίστις», ἀπό τό ρῆμα «ἐμπιστεύομαι». Οἱ ἀγαπώμενοι μόνο ἐμπιστεύονται. Ἡ «θρησκεία» δέν εἶναι καθαρή θρησκεία. Ὁ Ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφέρει ἐδῶ ἕναν ὡραῖο λόγο, πού εἶναι ἀδάμας τῆς ἐπιστολῆς. Λέγει μέ σύντομο λόγο τί εἶναι πραγματική θρησκεία. Λέγει: «Θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί Πατρί αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου» (1,27). Δηλαδή, σωστή πνευματική ζωή εἶναι τό νά ἀγωνιζόμεθα νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά πάθη καί νά φερόμαστε μέ ἀγάπη καί φιλανθρωπία στούς φτωχούς καί θλιμμένους ἀδελφούς μας!
5. Παραμένοντας στό ἴδιο θέμα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, στό θέμα πῶς πρέπει νά πολιτεύεται ὁ χριστιανός καί τί νά ἀποφεύγει, λέγει στήν συνέχεια (γ) ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγει τήν προσωποληψία («ἀδελφοί μου, μή ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τήν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης…», 2,1 ἑξ.). Προσωποληψία εἶναι νά τιμοῦμε μόνο τόν ἐπίσημο καί τόν πλούσιο καί νά ὑποτιμοῦμε τόν πτωχό καί τόν ἄσημο ἄνθρωπο. Ἀπαράδεκτο αὐτό, χριστιανοί μου, στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί, λέγει ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅτι αὐτό εἶναι παράβαση ὅλου τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ («ὅστις γάρ, ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος», 2,10). Εἶναι προσβολή τοῦ «Βασιλικοῦ» Νόμου («νόμον βασιλικόν», 2,8). Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Νόμος; Εἶναι ὁ Νόμος τῆς ἀγάπης («ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», 2,8), γιατί ὁ Χριστός ὁ Βασιλεύς μας κήρυξε τόν Νόμο αὐτόν, πού εἶναι καί νόμος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία λέγεται καί «Βασιλεία» («Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός»).
6. Στήν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος ἐπιμένει στό κακό τῆς γλώσσας (3,1-12). Ἐπιμένει περισσότερο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος στό θέμα αὐτό καί παριστάνει μέ δυνατές εἰκόνες τήν δύναμή της καί τό κακό πού προξενεῖ ἡ γλώσσα. Στά στενά καί περιορισμένα ὅρια τῆς παρούσης ὁμιλίας δέν ἔχω τόν χρόνο, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, νά ἀναπτύξω τήν ὡραία διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου, τήν ὁποίαν ἐκθέτει γιά τό θέμα αὐτό στήν καθολική του ἐπιστολή. Τοῦτο μόνο λέγω ὅτι πουθενά ἀλλοῦ δέν βρίσκεται στήν Ἁγία Γραφή, τοιαύτη ὡραία ἀνεπτυγμένη διδασκαλία. Ἀναφέρω μόνο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου γιά τήν γλώσσα τόν στίχο 3,6 ὅπου λέγει, ἡ γλώσσα εἶναι ἡ «φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό τῆς γεέννης». Τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός; Ἐδῶ ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ τροχοῦ, στόν ὁποῖο, ὅταν περιστρέφεται μέ ταχύτητα γύρω ἀπό τόν ὁριζόντιο ἄξονά του, βάζουμε τό μαχαίρι ἤ τό ψαλίδι, τό ὁποῖο θέλουμε νά τροχίσουμε. Τό ἀντικείμενο πού τροχίζουμε φλογίζεται ἀπό τόν τροχό, ἀλλά καί αὐτό τό ἀντικείμενο φλογίζει ἐπίσης τόν τροχό. «Τροχός» εἶναι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καί μέ τροχιζόμενο ἀντικείμενο παρομοιάζεται ἡ γλῶσσα. Κατά τό παράδειγμα αὐτό τοῦ Ἀδελφοθέου ἡ γλώσσα πραγματικά «φλογίζεται», δηλαδή ἐρεθίζεται ἀπό τόν τροχό, δηλαδή ἀπό τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί ἡ γλώσσα «φλογίζει», ἐρεθίζει τόν τροχό, δηλαδή ἐξάπτει τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτά πού λέει.
Θίγει καί ἄλλα θέματα στήν καθολική του αὐτή ἐπιστολή ὁ ἅγιος Ἰάκωβος. Ὁμιλεῖ γιά τίς ἁμαρτωλές ἡδονές καί τίς καταχρήσεις, πού εἶναι αἰτία τῶν μεταξύ μας διενέξεων (4,1-12), ὁμιλεῖ γιά τήν πλεονεξία καί ἀλαζονεία τοῦ βίου (4,13-5,6), καί τήν μακροθυμία καί τήν ὑπομονή (5,7-11), ὁμιλεῖ γιά τόν ὅρκο καί τό ψέμα (5,12). Ἀλλά θέλω, μέ πολύ συντομία καί γοργότητα, νά θίξω δύο σημαντικά θέματα τῆς ἐπιστολῆς, δογματικά καί συγχρόνως ἐκκλησιολογικά καί λειτουργικά θέματα. Αὐτά βρίσκονται στό λόγο τοῦ Ἀδελφοθέου περί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα (γιά τόν ὁποῖον τελεῖται τό Εὐχέλαιο), καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος». Καί ἀκόμη λέγει γιά τόν τελοῦντα τό Εὐχέλαιο, «κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ» (5,15).
Ἐδῶ, στόν λόγο αὐτό τοῦ Ἀδελφοθέου, δημιουργοῦνται πραγματικά δύο ἀπορίες: (α) Γιατί λέγει ὅτι ὁπωσδήποτε μέ τό Εὐχέλαιο θεραπεύεται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός; Σέ αὐτό ἀπαντοῦν πολλοί – γιά νά μήν πῶ ὅλοι σχεδόν οἱ ἑρμηνευτές –, ὅτι ὅταν ἡ προσευχή γίνεται μέ πίστη («ἡ εὐχή τῆς πίστεως») κάνει πραγματικά θαύματα. Αὐτό κατά τήν ἑρμηνεία τους θέλει νά πεῖ ὁ Ἀδελφόθεος λέγοντας «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα». Ἡ προσευχή δηλαδή πού γίνεται μέ πίστη ὁπωσδήποτε θεραπεύει τόν ἄρρωστο. Ὄχι, χριστιανοί μου, δέν εἶναι αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς ἔκφρασης τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ προσευχή βέβαια πρέπει νά γίνεται μέ πίστη καί ἡ μέ πίστη προσευχή κάνει θαύματα. Ἀλλά, προσευχήθηκε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος – μεγάλος ἅγιος – , χωρίς ὅμως νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή του (βλ. Β´ Κορ. 12,8). Ἡ ἔκφραση «ἡ εὐχή τῆς πίστεως» δέν ἑρμηνεύεται ὡς ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη. Δέν θέλει νά πεῖ αὐτό ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Ὡς «πίστη» ὁ Ἀδελφόθεος ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησία. Καλεῖται καί ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καλεῖται καί «Βασιλεία». Ὑπενθυμίζουμε σ᾽ αὐτό τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «πάντες ἀπολάβετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως», δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Στόν λόγο του λοιπόν ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει μιά μεγάλη ἀλήθεια, δογματική καί ἐκκλησιολογική ἀλήθεια: Ὅτι ἡ προσευχή πού γίνεται καί ἀπό ἕναν ἅγιο ἀκόμη ἄνθρωπο, γιά λόγους πού ξέρει ὁ Θεός, μπορεῖ νά μήν εἰσακουσθεῖ. Ἡ προσευχή ὅμως πού γίνεται ἀπό τήν «Πίστη» μας, δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἔστω καί ἄν γίνεται ἀπό ἕναν ἁμαρτωλό ἱερέα, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται! Ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ἐν Μυστηρίῳ, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται. Καί τό ἱερό Εὐχέλαιο εἶναι Μυστήριο.
(β) Ἡ δεύτερη ἀπορία εἶναι, γιατί ὁ Ἀδελφόθεος λέγει ὅτι μέ τό Εὐχέλαιο σβήνονται ἁμαρτήματα, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι τά ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται μέ τό Μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης; Σ᾽ αὐτό ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε ὅτι στήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅπως καί στήν μετέπειτα ἐποχή, τά δύο Μυστήρια, Εὐχέλαιο καί Ἐξομολόγηση, ἦταν ἑνωμένα ἀπολύτως. Γι᾽ αὐτό καί πολλές εὐχές τοῦ Εὐχελαίου ἀναφέρονται στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Δηλαδή, στήν ἐποχή τοῦ Ἀδελφοθέου κατά τήν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ἐγίνετο καί ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, γι᾽ αὐτό, λοιπόν, καί διαβάζουμε στήν Καθολική ἐδῶ ἐπιστολή τοῦ Ἀδελφοθέου ὅτι τό Εὐχέλαιο ἐξαλείφει ἁμαρτήματα.
7. Τέλος, ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι οἱ Προτεστάντες καί τά παρακλάδια τους ἀπορρίπτουν τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, γιατί νομίζουν ὅτι ἡ διδασκαλία της περί τῶν ἔργων, ὡς ἀναγκαίων γιά τήν σωτηρία μας, καί ὄχι περί τῆς πίστεως (2,14-26), ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ σωτηρία μας προέρχεται ἀπό τήν πίστη μας καί ὄχι ἀπό τά ἔργα μας, φέροντες καί οἱ δυό Ἀπόστολοι ὡς παράδειγμα τόν Ἀβραάμ (Ρωμ. 3,28-4,1 ἑξ.). Καί νομίζουν λοιπόν οἱ Προτεστάντες ὅτι ὑπάρχει διαφωνία μεταξύ τῶν δύο Ἀποστόλων. Σέ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές ἀπαντοῦμε ὅτι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τόν Ἀβραάμ, ὅτι αὐτός δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του καί ὄχι ἀπό τά ἔργα του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τήν περιτομή καί τίς ἄλλες διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, πού πραγματικά δέν δικαιώνουν. Καί ὅταν ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει ὅτι ὁ Ἀβραάμ δικαιώθηκε ἀπό τά ἔργα του καί ὄχι ἀπό τήν πίστη του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τήν προθυμία του νά ὑπακούει στά κελεύσματα τοῦ Θεοῦ καί στό νά θυσιάσει ἀκόμη καί τόν ἀγαπημένο του Ἰσαάκ. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι ἡ ὑπακοή αὐτή τοῦ Ἀβραάμ ἦταν γένημα μεγάλης πίστης του στόν Θεό· καί οἱ δύο, λοιπόν, Ἀπόστολοι συμφωνοῦν στό ὅτι θέλουν ζωντανή πίστη στόν Θεό, πού νά ἐκφράζεται μέ ἔργα.
Ἡ ἐπιστολή θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό πρῶτο χρονολογικό κείμενο τῆς Κ.Δ. καί συνεγράφη πιθανῶς στά Ἰεροσόλυμα κατά τήν πενταετία 55-60 μ.Χ.
Xίος, 17 Μαρτίου 2018
------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου