ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ (4ον)
Συνέχεια ἐκ τοῦ προηγουμένου ...
Στίς
προηγούμενες ὁμιλίες παρουσιάσαμε
θέσεις καί ἀπόψεις
ἀπό τήν Ἁγ.
Γραφή, τούς Ἀποστολικούς
Κανόνας, τίς Ὀμολογίες
διαφόρων Πατριαρχῶν, τίς
Τοπικές καί Οἰκουμενικές
Συνόδους καί ἀπό
πολλούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας,
γύρω ἀπό τό
μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας καί ἐξαγάγαμε
τό συμπέρασμα ὅτι ὁ χριστιανός
ὀφείλει νά προσέρχεται
στό μυστήριο τακτικά,
εἰ δυνατόν κάθε
φορά πού θά
παρακολουθεῖ τήν τέλεση
τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἡ
ἄνευ σοβαροῦ λόγου,
μή συμμετοχή
μας στό μυστήριο
τῆς Θείας Εὐχαριστίας,
ἀποτελεῖ καί μεγάλο
ἁμάρτημα. Διότι μέ
τήν ἄρνησή μας αὐτή, περιφρονοῦμε
καί τόν ἴδιο
τόν Χριστό, ἀλλά
καί τήν ὑψίστη
τιμή πού μᾶς
γίνεται ἐκ μέρους
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ
Θεός μᾶς καλεῖ
καί ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως οἱ
χριστιανοί μας δέν
προσέρχονται συχνά στήν
Θεία Κοινωνία. Ὁ ἐπίβουλος ἐχθρός,
ὁ διάβολος, προσπαθεῖ
μέ κάθε μέσον
καί τρόπον νά μᾶς ἀπομακρύνει
ἀπό τό σωτήριο
τοῦτο μυστήριο, βάζοντάς
μας στό μυαλό
διάφορες σκέψεις.
Ὁ
Χριστός εἶπε μία
παραβολή τοῦ «Μεγάλου Δείπνου»
ὅπως ὀνομάζεται. Κάποιος
οἰκοδεσπότης ἑτοίμασε ἕνα
πλούσιο δεῖπνο καί ἐκάλεσαι πολλούς
νά καθίσουν στό δεῖπνο αὐτό. Ἔστειλε δέ
τούς δούλους του νά προσκαλέσουν
τούς καλεσμένους, ἀλλά οἱ περισσότεροι
ἀπ’ αὐτούς ἀρνήθηκαν
τήν πρόσκληση. Ἔστειλε
στήν συνέχεια νά
καλέσουν ὅλους τούς
πτωχούς, τούς ἀνήμπορους,
τούς τυφλούς, τούς
χωλούς, νά πᾶνε
παντοῦ, στούς δρόμους,
τίς πλατεῖες καί ὅποιον βρίσκουν
νά τόν καλέσουν
στό τραπέζι. Ἀφοῦ
συγκεντρώθηκαν, λέγει ὁ οἰκοδεσπότης στούς καλεσμένους:
«Λέγω γάρ ὑμῖν, ὅτι οὐδείς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων
τῶν κεκλειμένων γεύσεταί
μου τοῦ δείπνου»
Ὁ
οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος
μᾶς προσκαλεῖ ὅλους
καί οἱ περισσότεροι
ἀδιαφοροῦμε. Στήν ἀδιαφορία
μας ὁ Θεός ἀπαντᾶ μέ
σκληρή γλῶσσα λέγων ὅτι: κανείς
ἀπό αὐτούς πού ἐκλήσθησαν καί
δέν προσῆλθον, ἀλλά
περιφρόνησαν τήν πρόσκληση,
δέν θά γευθῇ
τοῦ δείπνου. Καί ἐμεῖς κληθήκαμε
ἀπό τό Θεό,
βαπτισθήκαμε, ὁμολογήσαμε πίστη
στόν Ἰησοῦ Χριστό,
ἀλλά στήν ὑπόλοιπη
ζωή μας δέν
θέλουμε νά μετάσχωμε
τοῦ δείπνου καί
νά γευθοῦμε τῆς
Θείας Χάριτος.
Ἐνῶ
καλούμεθα ἀπό τόν
λειτουργό ἱερέα: «μετά
φόρβου Θεοῦ, πίστεως
καί ἀγάπης προσέλθετε»
ἡ ὁποία πρόσκληση,
λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, γίνεται
ἀπό τόν ἴδιο
τόν Χριστό ὁ ὁποῖος τή
στιγμή αὐτή δανείζεται
τό στόμα καί τά χέρια
τοῦ ἱερέως γιά
νά μᾶς προσκαλέσει
καί νά μᾶς
μεταδώσει μέ τά ἴδια του
τά χέρια τό ἴδιο του
τό Σῶμα καί
τό Αἷμα, ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε καί
γυρίζομε τήν πλάτη.
Οἱ
σκεπτόμενοι καί πράττοντες
ἔτσι, θά στερηθοῦν
καί τοῦ αἰωνίου
δείπνου, τῆς αἰωνίου
κοινωνίας μετά τοῦ
Θεοῦ, μετά τήν Β΄
Παρουσία. Οἱ προσκεκλημένοι τοῦ
δείπνου τῆς Παραβολῆς
προέβαλλαν ὡρισμένες
προφάσεις καί δικαιολογίες.
Παρόμοιες προφάσεις καί
δικαιολογίες προβάλλομε καί ἐμεῖς προκειμένου
νά ἀρνηθοῦμε τήν
πρόσκληση γιά νά
μετάσχωμε τῆς Θείας
Κοινωνίας.
Ὡρισμένοι προβάλλουν
δικαιολογία ἀπό ψευδοταπείνωση. Λέγουν
π.χ. «πῶς νά
κοινωνῶ τακτικά; Ἐγώ
δέν εἶμαι ἄξιος.
Ποιός εἶμαι ἐγώ
πού συχνά θά
πλησιάζω τό Ἅγιο
Ποτήριο; Ἀρκεῖ πού
κοινωνῶ τίς μεγάλες
γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα,
15αύγουστο». Αὐτό δηλώνει
πολλές φορές ψευτοταπείνωση, καί
μέσα τους ὑποκρύπτεται
ἐγωϊσμός. Διότι ἐνῶ λέγει,
ὅτι δέν εἶναι ἄξιος νά
κοινωνᾶ τακτικά, ἀλλά εἶναι ἄξιος
νά κοινωνᾶ κατά ἀραιά διαστήματα.
Κανείς δέν πρέπει
νά θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ἄξιον νά ἐνωθεῖ μέ
τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ
Χριστό.
Σέ
κάποια εὐχή τῆς
Θείας Μεταλήψεως διαβάζομε: «Κύριε ὁ Θεός
μου, οἶδα, ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος οὐδέ ἱκανός, ἵνα
μου ὑπό τήν
στέγην εἰσέλθεις τοῦ οἴκου τῆς
ψυχῆς, διότι ὅλη ἔρημος καί
καταπεσοῦσα ἐστι, καί οὐκ ἔχεις
παρ’ ἑμοί τόπον ἄξιον
τοῦ κλῖναι τήν
κεφαλήν». Κύριε γνωρίζω,
ὅτι δέν εἶμαι ἱκανός, οὔτε ἄξιος, γιά
νά εἰσέλθεις καί
νά κατοικήσεις στόν οἶκο τῆς
ψυχῆς μου, διότι
αὐτή ἔχει ἐρειπωθῆ
ἀπό τό βάρος
τῶν ἁμαρτιῶν μου
καί δέν θά βρεῖς μέσα
μου τόπον πού
νά ἀξίζει γιά
νά κλίνεις Κύριε
τήν κεφαλήν σου.
Ἡ
προσευχή τήν ὁποίαν
πρέπει νά ἀπευθύνει
πάντα ὁ πιστός
πού προσέρχεται στή
Θεία Κοινωνία, δηλώνει
τήν ἀναγνώριση ἐκ
μέρους τοῦ πιστοῦ,
τῆς ἀναξιότητός του.
Σέ
ἄλλη εὐχή λέμε: «οὐκ εἰμι ἱκανός,
Δέσποτα Κύριε, ἵνα εἰσέλθῃς ὑπό
τήν στέγην τῆς
ψυχῆς μου. Ἀλλά ἐπειδή βούλει
Σύ, ὡς Φιλάνθρωπος,
οἰκεῖν ἐν ἑμοί,
θαρρών προσέρχομαι». Δέν εἶμαι ἱκανός Δέσποτα
Κύριε, γιά νά εἰσέλθεις κάτω ἀπό τήν
στέγην τῆς ψυχῆς
μου. Ἀλλά ἐπειδή
Ἐσύ τό θέλεις
(διότι εἶσαι
Φιλάνθρωπος) νά κατοικήσεις
μέσα μου, γιαὐτό
ἐγώ παίρνω τό
θάρρος καί προσέρχομαι
πρός τό Ἅγιο
Ποτήριο.
Δέν
κοινωνοῦμε λοιπόν, ἐπειδή
εἴμεθα ἄξιοι, ἀλλά
διότι συγκαταβαίνει ὁ
Χριστός καί καταδέχεται νά
κατοικήσει μέσα μας. Δέν κοινωνοῦμε
ἐπειδή εἴμεθα ἄξιοι,
ἀλλά κοινωνοῦμε γιά
νά καταστοῦμε ἄξιοι.
Ὁ
πιστός προσέρχεται τακτικά
στή Θεία Κοινωνία,
ὄχι διότι ἔχει
τήν συνείδησιν μαρτυροῦσα
ὅτι εἶναι «ἄξιος», ἀλλά
διότι ἔχει πίστη
στό πολύ ἔλεος
καί τήν εὐσπλαχνία
τοῦ Θεοῦ, ὅτι
δέν θά τόν
τιμωρήσει γιά τήν ἀναξιότητά του.
Ἄλλοι
λέγουν: «Ἐμεῖς εἴμεθα
ἀνάξιοι καί ἁμαρτωλοί
καί ἄν προσέλθωμε
στή Θεία Κοινωνία
θά κατακριθοῦμε, γιαὐτό
καί δέν προσερχόμεθα». Αὐτή ἡ σκέψη
εἶναι μία παγίδα
τοῦ διαβόλου ὁ ὁποῖος θέλει
νά μᾶς κρατᾶ
μακριά ἀπό τήν ἔνωσή μας
μέ τόν Χριστό.
Ἡ προσέλευση στό
μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας εἶναι ὑποχρεωτική, εἶναι
καθῆκον μας, εἶναι ἐντολή
τοῦ
Κυρίου.
Αὐτή
ἡ ὁμολογία καί
παραδοχή τῆς ἀναξιότητός
μας πρέπει νά
γίνει καί ἡ ἀφετηρία γιά τή
σωτηρία μας. Μήν
ξεχνᾶμε ὅτι ὁ
Χριστός ἦλθε στή γῆ γιά
τούς ἀναξίους
καί ἁμαρτωλούς καί θυσιάστηκε
καί ἔχυσε τό
Πανάγιο Αἷμά Του,
πάνω στό Σταυρό
γιαὐτούς. Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς
τονίζει, τό χρέος
μας αὐτό, καί μᾶς καλεῖ
νά προσερχώμεθα τακτικά
καί χωρίς δισταγμό,
ὄχι μία ἤ
δύο ἤ τρεῖς
φορές τόν χρόνο,
ἀλλά συνεχῶς, διότι ὁ μή
προσερχόμενος καί μή
μεταλαμβάνων τά ἄχραντα
μυστήρια, στερεῖται τῶν
δωρεῶν πού πηγάζουν
ἀπ’ αὐτά. Καί τοῦτο
τό δήλωσε ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός λέγων: «ἐάν μή
φάγητε τήν σάρκα
τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί
πίητε τό Αἷμα αὐτοῦ, οὐς ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».
Βέβαια
ὁ ἐπίβουλος ἐχθρός
τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος,
γνωρίζει πόσο ἀναγκαῖο
εἶναι γιά τή
σωτηρία μας, τό
μυστήριο τοῦτο τῆς
Θείας Εὐχαριστίας, γιαὐτό
καί προσπάθησε νά
τό συκοφαντήσει καί
νά τό στρέψει
ἐναντίον τῆς σωτηρίας
μας, πείθοντάς μας, εἴτε
μέ προσχήματα εὐσεβοφάνειας, εἴτε μέ τήν
ἀδιαφορία καί
τήν ἀπιστία, νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό
τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, γιά
νά ἐπέλθει σύν τῷ χρόνῳ,
ὁ
ψυχικός θάνατος, ὁ
χωρισμός τῆς ψυχῆς
μας ἀπό τόν
Θεό.
Φάρμακο ἀθανασίας
καί ἀντίδοτο κατά
τοῦ ψυχικοῦ θανάτου,
εἶναι ἡ Θεία
Κοινωνία, ὅπως λέγει
καί ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος
ὁ Θεοφόρος.
Συνεχίζεται ...............
π. Μ.Κ.