ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ
ΜΕΓ. 40ΣΤΗΣ (8 - 3 - 022)
Ἡ
περίοδος τῆς Μεγ.
Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποίαν
εἰσήλθαμε, ὁμοιάζει μέ ἕνα ὑπήνεμο,
γαλήνιο καί ἥρεμο
λιμάνι, στό ὁποῖον
καταφεύγει καί εὑρίσκει
γαλήνη καί ἡρεμία
κάθε ταραγμένη καί
ταλαιπωρημένη ἀπό τίς
φουρτοῦνες τῆς ζωῆς,
ψυχή.
Ὁ
Καπετάνιος ὅταν ταξιδεύῃ
στίς θάλασσες καί
ξαφνικά ξεσπάσει φουρτούνα
καί τά κύματα
κατακλύζουν τό καράβι
καί κινδυνεύει ἀπό
στιγή σέ στιγμή
νά καταβροχθισθῇ ὑπό τῶν κυμάτων,
σ’ αὐτές λοιπόν τίς
περιπτώσεις ὁ Καπετάνιος
προσπαθεῖ νά τό ὁδηγήσει στό
πιό κοντινό λιμάνι
γιά νά τό
περισώσει.
Μέ μιά
τέτοια φουρτουνιασμένη καί
τρικυμισμένη θάλασσα, πού
ζητᾶ να παρασύρει
καί νά ἀφομιώσει
κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη,
εἶναι ἡ ἐποχή μας
καί ἡ Κοινωνίας
στήν ὁποίαν ζοῦμε
καί ὑπάρχουμε. Ἡ
κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη
ὁμοιάζει μέ τό
καράβι πού προχωρᾶ μέσα στήν πολυταραγμένη
καί ἀσταθῆ κοινωνία
μας καί συνεχῶς
κλυδωνίζεται. Ἀδυνατοῦμε νά
σταθοῦμε ὄρθιοι καί
νά βαδίσωμε σταθερά
πρός τήν πορεία
μας. Τά κύματα
μᾶς ζώνουν ἀπό
παντοῦ. Ἀφρίζουν, ὑψώνονται
θεόρατα καί προσπαθοῦν
νά μᾶς καταβροχθίσουν. Κύματα
ὑλισμοῦ, κύματα ἠθικῆς
καταπτώσεως καί διαφθορᾶς,
κύματα τρομοκρατίας, κύματα
φανατισμοῦ, κύματα μίσους,
ψεύδους καί ἀκολασίας,
κύματα ἀνίατων ἀσθενιῶν, τύμπανα πολέμων
καί τελευταῖα καί τά
κύματα τῆς πανδημίας
τοῦ COVID
- 19
καί τά πιό ἐπικίνδυνα, τά κύματα τῶν ἐρτζιανῶν.
Ὁ
κάθε ἕνας πιάνει
ἕνα μικρόφωνο στά
χέρια του καί
προσπαθεῖ νά περάσει
τό μύνημά πού ἐκεῖνος θέλει ἤ οἱ
καθοδηγηταί του θέλουν,
χρησιμοποιῶντας πολλάκις ἀσύστολα
ψεύδη, παραπληροφόρηση κ. ἄ.
Καί ὅλα αὐτά
τοῦ ἐπιτρέπονται ἐν ὀνόματι τῆς
ταλαιπωρημένης καί ξεθωριασμένης
πλέον λέξεως, τῆς «Δημοκρατίας». Ἐν
ὀνόματι τῆς Δημοκρατίας μπορῶ
νά διαδίδω ψεύδη,
νά ὑβρίζω τά ἱερά καί
τά ὅσια, νά προβάλλω ἀνηθικότητες,
νά παραπληροφορῶ, νά
δείχνω ἀνυπακοή στούς
νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ
κράτους, νά ὑβρίζω
ἄρχοντας καί ἀρχομένους,
νά σκοτώνω, νά
τρομοκρατῶ, νά κλέβω, νά διαδηλώνω
μέ κάθε ἄνομο
τρόπο καί μέσο
τήν ἀντίθεσή μου,
νά ἀτιμάζω νά καταστρέφω
τήν περιουσία
τοῦ συνανθρώπου μου,
νά διαλύω καί
παραλύω τά πάντα,
νά κάνω τά
πάντα, χωρίς νά ἔχω τόν
φόβο ἤ τόν ἔλεγχον καί αὐτῆς ἀκόμη
τῆς συνειδήσεώς μου,
καί ὅλα αὐτά
μοῦ ἐπιτρέπονται ἐν ὀνόματι τῆς «Δημοκρατίας».
Ὅλα
αὐτά μᾶς δημιουργοῦν
μιά ψυχική ἀναστάτωση,
μιά ταραχή, μιά ἀνησυχία καί ἕνα ἐνδόμυχο
φόβο. Ποῦ ἄραγε
βαδίζουμε; Ποιός κατήφορος
καί κατρακύλισμα μᾶς πῆρε; Ἄραγε
θά σκαλώσωμε ἀπό
κάπου γιά νά
σωθοῦμε; Μήπως ὑπάρχει
κάποιος χῶρος στόν ὁποῖον ἐάν
καταφύγωμε, ἴσως ἀπαλλαγοῦμε
ἀπό ὅλα αὐτά
καί ἐπανακτίσωμε καί
πάλι τήν ψυχική
μας γαλήνη καί ἡρεμία;
Ὁ
χῶρος αὐτός ὑπάρχει
καί εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ
Θεοῦ. Ἐμεῖς τοὐλάχιστον
οἱ ζωντανοί χριστιανοί
ἔχομε καθῆκον καί ὑποχρέωση νά
καταφεύγωμε πρός τόν Θεόν
καί νά ζητοῦμε
τό ἔλεος καί
τήν εὐσπλαχνία του.
Καί μιᾶς καί
βρισκόμεθα στήν πλέον
κατάλληλον περίοδον τῆς Ἁγίας καί
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δέν
πρέπει νά παραλείπωμε
τό καθῆκον μας αὐτό.
Ἡ περίοδος
αὐτή τῆς Ἐκκλησίας
μας, εἶναι περίοδος νηστείας
καί προσευχῆς. Ἡ
νηστεία καί ἡ
προσευχή εἶναι ἕνα
πολύτιμο μέσο, γιά
νά πλησιάσει κάποιος
τόν Θεό καί
νά ἀποσπάσει τό ἔλεός Του
καί τήν Εὐσπλαχνία
Του.
Στήν
Π. Διαθήκη, βλέπομε
τόν Ἔσδρα
νά ὁδηγεῖ τόν Ἰσραηλιτικό λαό
πρός τήν πατρίδα
του, καί πλησίον
τοῦ ποταμοῦ Ἀσσουά, νά
κηρύσσει νηστεία. Καί παρεκάλεσα,
λέγει, τόν Θεό
νά μήν συναντήσωμε
στό δρόμο μας
κανένα ἐχθρό ὁ ὁποῖος θά ἐμποδίσει τήν ἐπιστροφή μας
στήν Πατρίδα μας. «Ἐνηστεύσαμε καί ἱκετεύσαμε τόν
Θεόν ἡμῶν περί
τούτου, καί ἔγινεν
ἵλεως πρός ἡμᾶς».
Ὁ Προφ.
Δανιήλ, εἶναι αἰχμάλωτος
μαζί μέ τό
λαό του στούς
Βαβυλωνίους. Ἐκεῖ στήν
Βαβυλῶνα ὅπου ὁδηγήθηκαν,
στρέφεται ὁ Προφήτης
μέ ἀγωνία πρός
τόν Θεό, μέ προσευχή
καί νηστεία καί
ζητεῖ νά ἐλευθερώσει
τόν λαόν του
καί νά ἐπιστρέψει
στήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ.
«Ἔστρεψα
τό πρόσωπόν μου
πρός Κύριον τόν
Θεόν, λέγει
ὁ Προφήτης, διά νά
κάμω δεήσεις καί
προσευχάς, ἐν νηστείᾳ
καί σάκκῳ καί
σποδῷ. Ἄρτον ἐπιθυμητόν
δέν ἔφαγον καί
κρέας καί οἶνος
δέν εἰσῆλθε εἰς
τό στόμα μου, οὐδέ ἤλειψα
ἑαυτόν παντελῶς, μέχρι
συμπληρώσεως τριῶν ὁλόκληρων
ἑβδομάδων».
Καί Ὁ
Θεός εἰσακούει τήν
προσευχήν καί στέλνει
τόν Ἀρχ. Γαβριήλ
καί δίδει ἀπάντηση.
Ἐπίσης, ἐπί ἐποχῆς Προφ. Ἰωήλ, ὁ λαός
τοῦ Θεοῦ εἶχε
ξεφύγει ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον,
ἔδειχνε ἀδιαφορία πρός
τόν Θεό, σταμάτησε
ἀκόμη καί τίς
προσφορές του πρός Αὐτόν. Γιαὐτό
καί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στήν ἀκρίδα,
τήν κάμπια, τόν
βροῦχο καί τήν ἐρυσίβη νά
ἀφανίσουν τά πάντα,
πρᾶγμα τό ὁποῖο
καί ἔγινε. Τότε ὁ Προφήτης
καλεῖ τόν λαό
καί τούς ἱερεῖς
νά νηστέψουν
καί νά προσευχηθοῦν
καί νά παρακαλέσουν
τόν Κύριο νά
τούς λυπηθῇ καί
νά ἀποσύρῃ ἀπό
πάνω τους τήν
καταστροφή. Καί ὁ
Θεός βλέποντας τήν
μετάνοιά τους εἰσακούει
τήν προσευχήν καί ἀποσύρει τήν ὀργήν του.
Ὁ Προφ. Δαβίδ
γιά νά ἀποσπάσει
τό ἔλεος τοῦ
Θεοῦ γιά τά ἁμαρτήματά του,
νηστεύει καί προσεύχεται:
«τά γόνατά μου ἠτόνησαν ἀπό τῆς νηστείας.
Ἐταπείνωσα ἐν νηστείᾳ
τήν ψυχήν μου
καί ἐνεδυόμην σάκκον
καί προσηυχόμην».
Μήπως καί ἐμεῖς σήμερον,
ξεφύγαμε ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον
καί δείχνομε ἀδιαφορία
πρός τόν Θεό
καί πρός τά
θρησκευτικά μας καθήκοντα
καί ὑποχρεώσεις; Μήπως
μέ τήν στάση
μας αὐτή ἀναγκάσωμε
τόν Θεό νά μᾶς στείλει
κάποια δοκιμασία; Μήπως
θἄπρεπε νά ὑψώσωμε
καί ἐμεῖς, ὅπως
οἱ
Προφῆται, τόν νοῦν καί
τήν καρδιά μας
πρός τόν οὐρανό
καί νά ζητήσωμε
συγγνώμη;
Ὅλα
αὐτά δηλώνουν καί
σέ μᾶς ὅτι,
προκειμένου νά ζητήσωμε
τό ἔλεος, τήν εὐσπλαχνία καί
τήν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, ἔχομε στή
διάθεσή μας δύο
φοβερά μέσα. Τή
νηστεία καί τήν
προσευχή. Ἡ Ἐκκλησία
μας, μᾶς προσφέρει
τήν προσευχή μέ τίς καθημερινές
ἀκολουθίες, τήν περίοδο
αὐτή.
Νηστεύοντες λοιπόν
καί προσευχόμενοι στούς
ναούς μας, εἶναι ἀδύνατον νά
μήν ἀποσπάσωμε τό ἔλεος καί
τήν συμπάθεια τοῦ
Θεοῦ.
Ὀφείλομε νά
πράξωμε αὐτό πού
καί ἡ Ἐκκλησία
μας, ἀλλά καί οἱ περιστάσεις
καί οἱ καιροί
πού ζοῦμε τό ἐπιτάσσουν. Νά
νηστεύσωμεν καί προσευχόμενοι
νά παρακαλέσωμε τόν
Θεόν νά ὁδηγήσει
τήν Πατρίδα μας σέ ὑπήνεμο
λιμάνι, ἵνα ἐν τῇ γαλήνῃ
αὐτῆς διάγωμεν καί ἡμεῖς βίον ἥρεμον καί ἡσύχιον, ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ
καί σεμνότητι. Γένοιτο.