Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα και δείτε φωτογραφίες από την λιτάνευση του Επιταφίου μας

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερόθεος Βλάχος (Μητρ. Ναυπάκτου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερόθεος Βλάχος (Μητρ. Ναυπάκτου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς ως πρότυπο πνευματικής απλότητος





(Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος)


Ὁ ἅγιος Παπα-Νικόλας Πλανᾶς διακρινόταν γιὰ τὴν μακαρία ἁπλότητα στὶς ἐνέργειές του, τὶς κινήσεις του, τὴν συμπεριφορά του καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστική του ζωή. Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα ἦταν καὶ ἔκφραση τοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς ἦταν ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς καὶ ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας. Δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ μιὰ ἐξωτερικὴ ἁπλότητα στοὺς τρόπους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἁπλότητα ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.

Θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἁπλότητας τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ καὶ στὴν συνέχεια θὰ ἐξηγηθῆ θεολογικῶς καὶ λειτουργικῶς.


1. Ἡ ἁγία ἁπλότητα

Τὸ βιβλίο ποὺ ἐξεδόθη γιὰ τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ ποὺ εἶναι βιογραφία τοῦ Ἁγίου ἀπὸ μιὰ μαθήτριά του, τὴν μοναχὴ Μάρθα, κατὰ κόσμο Οὐρανία Παπαδοπούλου, φέρει ὡς τίτλο «ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων». Ἦταν ἕνας ἁπλὸς ποιμὴν ποὺ παιδαγωγοῦσε μερικὰ ἁπλὰ καὶ ἀπονήρευτα πρόβατα. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ βιβλίο. Τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸν ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου καὶ εἶναι γραμμένος στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Πράγματι, ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ἦταν ἕνας καλὸς ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀγαθὸ καὶ ἐκλεκτὸ πρόβατο τοῦ μεγάλου Ποιμένος Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἁπλότητά του, τὴν ἀκακία του, τὴν ταπείνωσή του δόξασε τὸν μεγάλο Ποιμένα Χριστό, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τὸ «ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του μᾶς διασώζει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς» (Ἰωάν. θ', 11) καὶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς παρουσιάζει Αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν κόσμο καὶ τελικὰ Αὐτὸ τὸ ὡς ἐσφαγμένο ἀρνίο εἶναι ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως καὶ ποιμὴν καὶ ἀμνός, καὶ ὅσοι συνδέονται μαζί Του ἔχουν καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἰδιότητες.

Ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ κειμένου του γιὰ τὸν παπα-Νικόλα: «Μακάριος εἶναι ὁ ἱστορικός του. Ἀλλὰ μακάριος εἶναι καὶ ὅποιος τὸ διαβάζει καὶ χαίρεται ἀπὸ τὴ βλογημένη ἁπλότητά του. Ἁπλὸς στάθηκε ὁ ἱστορούμενος, ἁπλὸς ὁ ἱστορικός του, ἁπλοὶ πρέπει νὰ εἶναι κι’ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸ διαβάσουν… Καρδιὰ πονηρὴ καὶ ἄπιστη ἂς μὴν ἁπλώση ν’ ἀνοίξη τοῦτο τὸ βιβλίο». Ἔτσι ἔνοιωθε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἅγιο παπα-Νικόλα Πλανᾶ, γι’ αὐτὸ ἔγραφε: «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ ἱστορικὸς τῶν ταπεινῶν καὶ ἁπλῶν ἀνθρώπων, θὰ γράψη: «Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ φέρνει τὴν πίστη». Ὅλη ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ δείχνει αὐτὸν τὸ ἁπλὸ Κληρικό, ποὺ ξέρει νὰ ποιμαίνη, νὰ ἀνέχεται, νὰ ἀγαπᾶ, νὰ εἶναι μιὰ καύση καρδίας ὑπὲρ ὅλης τῆς κτίσεως.


2. Ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶναι ἕνα βασικὸ στοιχεῖο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς. Στοὺς Κορινθίους εὔχεται νὰ πλουτίζουν σὲ αὐτὴν τὴν ἁπλότητα στὴν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός: «ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πάσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ» (Β', Κορινθ. ι', 11). Τὸν ἀπασχολεῖ νὰ μὴ ἐξαπατηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ φθαροῦν τὰ νοήματά τους «ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστὸν» (Β', Κορ. ια', 3). Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ ἀρετή, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ὑπακοὴ ποὺ πρέπει νὰ γίνεται «ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ» (Ἐφ. στ', 5).

Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος τῆς ἁπλότητας μὲ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιακὴ ἐμπειρία δείχνει ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἁπλότητα διαφέρει ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνθρωπιστικὴ ἁπλότητα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἁπλὸς στοὺς τρόπους, λόγω καταγωγῆς ἢ χαρακτῆρος, ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν σώζει. Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν δεύτερη γέννηση καὶ ὄχι μὲ τὴν πρώτη γέννηση, εἶναι καρπὸς τοῦ εὖ εἶναι καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ βιολογικοῦ εἶναι. Ἔτσι, μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι πτωχὸς καὶ ἀγράμματος, ἀλλὰ νὰ ἔχη ὑψηλὸ φρόνημα καὶ νὰ εἶναι πολύπλοκος σύνθετος, καθὼς ἐπίσης νὰ εἶναι σοφὸς κατὰ κόσμον καὶ ὅμως, ἐπειδὴ τὸν ἔχει διαποτίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶναι ἁπλὸς στὴν καρδιὰ καὶ συγκαταβατικὸς στοὺς ἀδελφούς του. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος, ὅταν, παρὰ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, ἔχη βιώσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

Ὁ μακαριστὸς π. Παΐσιος μιλοῦσε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα ποὺ τὴν συνέδεε μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή. Κάποτε ποὺ ἀναφερόταν στὴν ἁπλότητα εἶπε: «Ἂν εἶναι παιδάκι, θὰ ἔχη ἁπλότητα. Ἂν εἶναι Ἅγιος, θὰ ἔχη ἁπλότητα». Ἄλλοτε εἶπε: «Γιὰ νὰ ζήση κανεὶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀπεκδυθῆ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, νὰ ἐπανέλθη κατὰ κάποιον τρόπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως. Νὰ ἔχη ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη του ἀκλόνητη καὶ νὰ πιστεύη ἀπόλυτα ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ κάνη ὁ Θεός». Καὶ ἄλλοτε εἶπε: «Ἂν ἔχη κανεὶς ἁπλότητα, ἔχει ταπείνωση, ὑπάρχει θεῖος φωτισμός, λαμποκοπάει». Ἔτσι, ἡ ἁπλότητα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴν ἁγιότητα.


3. Ἡ θεολογία τῆς ἁπλότητας

Ἂν θελήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς πνευματικῆς ἁπλότητας θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ αὐτὴν τὴν μακαρία κατάσταση τῆς ἁπλότητας.

Ὁ Θεός, κατὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σύνθεση, ἀλλ’ εἶναι ἁπλοῦς. Ἡ δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία, γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ εἰσήγαγε τὸ λεγόμενο actus purus (καθαρὰ ἐνέργεια), δηλαδὴ τὴν αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία Του μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ κτιστὲς ἐνέργειες. Ἡ αἱρετικὴ ἄποψη ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν καὶ κτιστὲς ἐνέργειες διατυπώθηκε γιὰ νὰ διαφυλαχθῆ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς ἁπλότητάς Του, γιατί οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι πίστευαν ὅτι δῆθεν ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου οὐσίας καὶ κτιστῆς ἐνέργειας στὸν Θεὸ εἰσάγει σύνθεση καὶ καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας τὶς ἀπόψεις αὐτὲς ποὺ εἶχε καὶ ὁ Βαρλαάμ, διδάσκει ὅτι «κατ’ οὐσίαν ἓν καὶ ἁπλοῦν τὸ θεῖον» καὶ ὅτι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν καταργεῖ τὴν ἁπλότητά Του, ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του δὲν εἰσάγει κάποια σύνθεση στὸν Θεό, διότι ὁ Θεὸς νοεῖται ἀπὸ μᾶς «ὅλος ἀγαθότης καὶ ὅλος σοφία καὶ ὅλος δικαιοσύνη καὶ ὅλος δύναμις». Ἄλλωστε, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως-οὐσίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται οὐσιώδεις ἐνέργειες.

Ἔπειτα, ὁ Θεός, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, δὲν εἶναι μόνον ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης. Κάθε ἄγγελος καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλά, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἁπλότητα, γιατί εἶναι ἁπλὰ ἐκ μεθέξεως καὶ συγκρίσεως πρὸς τὰ σώματα. Ὅμως, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλοῦς ἀπὸ σύγκριση καὶ μέθεξη, γιατί αὐτὸς μεταδίδει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του ἁπλότητα καταλλήλως σὲ καθένα. Ἔτσι, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον καὶ κυρίως ἁπλοῦς, ἀλλὰ καὶ ἁπλότης.

Ἑπομένως, ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλοῦς καὶ ἁπλότης. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁπλὴ ἀπὸ τὴν φύση της, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι σύνθετο, γιατί ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορα στοιχεῖα. Τὰ πάθη εἶναι ἐκεῖνα ποὺ εἰσάγουν τὴν σύνθεση στὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῶν παθῶν, δηλαδὴ ὅταν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική του συνέργεια μεταμορφώνη τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν καὶ μετέχη τῆς Χάριτός του, τότε, παρὰ τὸ σύνθετο τῆς ὕπαρξής του (ψυχὴ καὶ σῶμα), ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Χάριν ἁπλότητα. Ὁπότε, τὴν σύνθεση δὲν τὴν εἰσάγει ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ πάθους. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πάθη, εἶναι ἁπλοῦς, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἁπλοῦς ὅταν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθοῦν ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θὰ ἀναλύση διεξοδικὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποκτήσεως τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ βλέπουμε στὸ θέμα τῶν λογισμῶν. Στὰ κείμενά του διδάσκει ὅτι οἱ λογισμοὶ διακρίνονται σὲ ἁπλοὺς καὶ σύνθετους. Ὁ ἁπλὸς λογισμὸς εἶναι ἡ ἁπλὴ ἔννοια ἑνὸς προσώπου ἢ ἀντικειμένου, ἐνῶ ὁ σύνθετος λογισμὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς τῆς ἔννοιας μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος ποὺ σχετίζεται μὲ κάποιο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο. Στὴν διαδικασία τῆς ἁμαρτίας ὁ ἁπλὸς λογισμὸς γίνεται σύνθετος, ὁπότε μὲ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος ὁ σύνθετος λογισμὸς καθίσταται ἁπλός, μὲ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἔννοιας ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ πάθος. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πολυπρόσωπος, λόγω τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα, γίνεται ἁπλοῦς.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀπάθεια. Τὸ πάθος εἶναι συμπλοκὴ μεταξὺ αἰσθητοῦ πράγματος, αἰσθήσεως καὶ τῆς φυσικῆς δυνάμεως, ἤτοι τοῦ θυμοῦ ἢ τῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ξεχωρίση αὐτὰ μεταξύ τους καὶ ἐπαναφέρη τὸ καθένα στὸν φυσικό του λόγο, δηλαδὴ νὰ θεωρήση τὸ αἰσθητὸ καθ’ ἑαυτό, χωρὶς τὴν σχέση τῆς αἰσθήσεως πρὸς αὐτό, καὶ τὴν αἴσθηση χωρὶς τὴν οἰκειότητα τοῦ αἰσθητοῦ πρὸς αὐτὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία ἢ τὸν θυμὸ χωρὶς τὴν ἐμπαθῆ διάθεση πρὸς τὴν αἴσθηση καὶ τὸ αἰσθητό, τότε διέλυσε τὴν σύσταση ὁποιουδήποτε πάθους καὶ ἐξαφάνισε καὶ αὐτὴ τὴν φαντασία τῶν παθῶν. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμπαθὴς γίνεται ἀπαθὴς καὶ κατὰ συνέπεια ἁπλοῦς (Β' 101).

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ὡς ψευδόμενο ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι «ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ διπλοῦς». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὅτι διπλοῦς (καὶ ὄχι ἁπλοῦς) ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ «ἄλλος ἐστιν ἔσωθεν, καὶ ἄλλος ἔξωθεν, διπλοῦν ἔχει καὶ ὅλον ἐχλευασμένον τὸν βίον αὐτοῦ».

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσκεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ πορεύεται στὸν δρόμο τῆς ἀπάθειας, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἁπλότητας. Μάλιστα, ὅταν φθάση στὸν φωτισμὸ τοῦ νοὸς καὶ τὴν θέωση, δηλαδὴ ὅταν βιώση τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, τότε ἀποκτᾶ τὴν κατὰ Θεὸν ἁπλότητα, εἴτε εἶναι σοφὸς εἴτε εἶναι ἀγράμματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πορεύονται κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν, καὶ διαμορφώνουν, μετασκευάζουν καὶ μεταμορφώνουν καὶ τὸ σῶμα, ποὺ τὸ καθιστοῦν ἀπαθές. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τεκμήρια κατὰ Χάριν θείας ἀπαθείας. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι μιὰ φυσικὴ ἀρετή, ἀλλὰ καρπὸς τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.



4. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικὸ ἦθος τῆς ἁπλότητας

Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ φαίνεται ὅτι ἡ ἁπλότητά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴ κατάσταση τοῦ χαρακτῆρος του, εἶχε καὶ στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἦταν ἔκφραση τῆς ἀκενώτου ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀστείρευτης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Ἄλλωστε, ὁ Θεὸς τὰ φυσικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου τὰ μεταμορφώνει καὶ τὰ καθιστᾶ πνευματικὰ χαρίσματα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρεται στὴν ἁπλότητα τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἁπλότητα. Γράφει ὅτι εἶναι καλὴ καὶ μακαρία «ἡ φύσει τισιν ἐνυπάρχουσα ἁπλότης», ἡ ὁποία σκεπάζεται καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ ποικίλες μεταβολὲς καὶ πάθη, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο μακαριστὴ αὐτὴ ὅσο ἡ ἁπλότητα ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ πόνους καὶ ἱδρῶτες, ποὺ γίνεται πρόξενος τελείας ταπεινώσεως καὶ πραότητος. Ἡ ἁπλότητα συνδέεται μὲ τὴν πραότητα γι’ αὐτὸ «ψυχὴ πραεία, θρόνος ἁπλότητος». Τελικά, ἡ ἁπλότητα ὁρίζεται ὡς «ἕξις ψυχῆς ἀποίκιλος, πρὸς κακόνοιαν γινομένη ἀκίνητος». Αὐτὴν τὴν ἁπλότητα εἶχε ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως, ὅπως αὐτὴ ἡ ἀποίκιλη ἁπλότητα εἶναι τὸ πρῶτο ἰδίωμα «τῆς τῶν παίδων ἡλικίας».

Μιὰ τέτοια μακαρία καὶ ἀποίκιλη, παιδική, κατὰ Θεόν, ἁπλότητα εἶχε ὁ ἅγιος παπα-Νικόλαος Πλανᾶς ποὺ ἦταν καρπὸς τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἔτσι, δικαιολογεῖται ἡ ἀπονήρευτη συμπεριφορά του, ἡ ἀγάπη του ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους. Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅτι οἱ ἄλλοι τὸν ἔβλεπαν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἢ ὅταν ἔβλεπαν τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν περιβάλλη, ἢ ὅταν τὸν καθοδηγοῦσε ὁ ἄγγελος Κυρίου ἢ ὅταν συμπεριφερόταν μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ τόσα ἄλλα περιστατικά.

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, αὐτὴ ἡ ἁγία του ἁπλότητα ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐπισκέψεως τῆς θείας Χάριτος, ὅπως συγκεκριμενοποιεῖται σὲ μερικὰ σημεῖα.

Τὸ πρῶτον ὅτι εἶχε διαποτισθῆ ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι τὸ ἦθος τῆς ἄκρας ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πάθους, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς, τῆς καθόδου στὸν ἅδη καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του. Τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι «πνεῦμα» κενώσεως, προσφορᾶς, θυσίας. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνας πυρηνικὸς ἀντιδραστήρας μέσα στὸν ὁποῖο σπάζουν ὅλα τὰ συμβατικὰ θερμόμετρα.

Τὸ δεύτερον εἶναι ὅτι ἡ ἁπλότητά του εἶχε διαμορφωθῆ ἀπὸ τὸ ἦθος τῆς ἀγρυπνίας, δηλαδὴ τῆς προσφορᾶς στὸν Θεὸ καὶ αὐτοῦ τοῦ βραδινοῦ ὕπνου. Ἀγαποῦσε βαθύτατα τὶς ἀγρυπνίες, γιατί κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅταν προσεύχεται, ἀποκτᾶ ἕναν ἄλλο ρυθμό, συντονίζεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ προπτωτικοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἀνθρώπου, ἀκούει τοὺς κτύπους τῆς αἰωνιότητας, βιώνει τὰ ἄρρητα ρήματα.

Τὸ τρίτον εἶναι ὅτι ὁ παπα-Νικόλας Πλανᾶς εἶχε προσαρμοσθῆ στὸ ἦθος τῆς ἄκρας ἁπλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ἀκτημοσύνης καὶ καθαρότητας, ποὺ συναντᾶ κανεὶς στοὺς ἐρημίτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὲ ἄλλους μοναχοὺς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τοῦ Ἄθωνος. Φυσικά, δὲν ἐννοῶ ἁγιορείτας ποὺ ἔχουν ἐκκοσμικευθῆ καὶ ἀποδεσμεύθηκαν ἀπὸ τὴν ἁγία ἁπλότητα. Ἕνας ἀληθινὸς ἁγιορείτης δέχεται κάθε ἄνθρωπο ὡς ἅγιο, κατὰ τὸ πατερικὸ λόγιο «εἶδες τὸν ἄνθρωπόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μιλώντας γιὰ τὸν κατὰ σάρκα πατέρα του, τὸν περιγράφει ὡς ἄνθρωπο τῆς κατὰ Χριστὸν ἁπλότητας. Λέγει ὅτι ὁ πατέρας του Γρηγόριος ἦταν «ὑψηλότατος μὲν τῷ βίῳ, ταπεινότατος δὲ τῷ φρονήματι». Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὴν ἀρετὴ ἦταν ἀπρόσιτος, ὡς πρὸς δὲ τὴν συναναστροφὴ «εὐπρόσιτος». Ἡ καλύτερη δὲ ἀρετὴ ποὺ τὸν χαρακτήριζε καὶ τὴν ὁποία πολλοὶ δὲν ἀγαποῦν ἦταν «ἡ ἁπλότης, καὶ τὸ τοῦ ἤθους ἄδολόν τε καὶ ἀμνησίκακον». Φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἁπλότητα συνδέεται στενὰ μὲ τὸ ἄδολο τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἀμνησικακία. Ἡ κατὰ Χριστὸν ἁπλότητα εἶναι τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ σταθερό, ἐνῶ «πᾶν ὃ προσποιητόν, οὐδὲ μόνιμον».

Ὁ ἅγιος παπα-Νικόλας Πλανᾶς διαμορφώθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὸν κατήρτισε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν σύνθετος, ἀλλὰ ἁπλός, δὲν ἦταν προσποιητός, ἀλλὰ ἀληθινός, δὲν ἦταν ἐποχιακός, ἀλλὰ μόνιμος, διαχρονικός. Ἔζησε τὴν ἁπλότητα τοῦ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως καὶ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐσχάτης ἡμέρας.

Πέρασε ἀπὸ τὴν γῆ μας ἕνα ἀστέρι φωτεινὸ καὶ μᾶς ἔδειξε μερικὲς ἀνταύγειες τῆς ἁπλότητας τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅπου θὰ καταργηθοῦν ὅλα τὰ σύνθετα, καὶ θὰ ἁπλοποιηθῆ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ζωὴ τελείως, ἀφοῦ στοὺς αἰῶνες θὰ ἀκούγεται μόνο τὸ «Ἀλληλούϊα», τὰ ἄρρητα ρήματα, τὰ τεριρὲμ τῶν ἀγγέλων, ὄχι ἁπλῶς τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλὰ τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς μέσα στὸ Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος.

-----------------------------------------------


Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Η Μεταμόρφωση του Χριστού


(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου)
 
Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες.

Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε: "Πρό τοῦ τιμίου σταυροῦ σου και του πάθους, λαβών οὕς προέκρινας τῶν ἱερῶν μαθητῶν πρός τό Θαβώριον Δέσποτα, ἀνῆλθες ὄρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ἴνα ὄταν σέ ἴδωσιν σταυρούμενον τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον τῶ δέ κόσμῳ κηρύξωσιν ὅτι σύ ὑπάρχεις ἀληθῶς τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα".

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Το πρόσωπο και η «διόρθωση του φύλου»


(Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου Βλάχου)

Τό νομοσχέδιο μέ τίτλο «Νομική Ἀναγνώριση τῆς Ταυτότητας τοῦ Φύλου» πού συζητήθηκε ἔντονα τόν τελευταῖο καιρό καί ψηφίσθηκε ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, καί μετά τήν ὑπογραφή ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί τήν δημοσίευσή του στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως θά εἶναι νόμος τοῦ Κράτους, ἔχει πολλά σημεῖα τά ὁποῖα δέχονται κριτική ἀπό θεολογικῆς, ἀνθρωπολογικῆς καί ψυχολογικῆς πλευρᾶς.

Παρά τό ὅτι ἔχει γίνει κριτική ἀπό πολλούς στό νομοσχέδιο αὐτό, ἐν τούτοις δέν ἔχει ἐντοπισθῆ ἕνα ἐνδιαφέρον σημεῖο, γιά τό ὁποῖο θά ὑπογραμμισθοῦν ἐδῶ τά δέοντα μέ σύντομο τρόπο, ἐννοῶ τήν «φιλοσοφία» τοῦ νομοσχεδίου.

Σέ κάθε νομοσχέδιο πού εἰσάγεται πρός ψήφιση στήν Βουλή γιά νά γίνη νόμος τοῦ Κράτους, στά πρῶτα ἄρθρα δίνονται οἱ ἀπαραίτητοι ὁρισμοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα ἄρθρα πού ἀκολουθοῦν, ἑρμηνεύονται ἀπό τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» πού τό συνοδεύει.

Νομίζω, λίγοι διάβασαν προσεκτικά ὅλο τό νομοσχέδιο μέ τίς ὑπογραφές τῶν Ὑπουργῶν καί ἴσως ἐλάχιστοι διάβασαν τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση». Ἔτσι, πολλοί ὁμίλησαν χωρίς οὐσιαστική γνώση τοῦ νομοσχεδίου, ἴσως ἀρκέσθηκαν σέ ἀναλύσεις ἄλλων, γι’ αὐτό καί ἀστόχησαν στούς λόγους τους. Γιά παράδειγμα στό νομοσχέδιο δέν γινόταν λόγος γιά «ἀλλαγή φύλου», ἀλλά γιά «διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου».

Ἐκεῖνο ὅμως πού μέ ἐνδιαφέρει στό κείμενό μου αὐτό εἶναι οἱ ὁρισμοί πού δίνονται στό νομοσχέδιο γιά τήν «ταυτότητα τοῦ φύλου» καί τήν «διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου» καί τήν ὅλη «φιλοσοφία» του. Αὐτό εἶναι γιά μένα γεγονός ἰδιαίτερης σημασίας.

Κατ’ ἀρχάς, στό νομοσχέδιο αὐτό συνεχῶς γίνεται λόγος γιά τό «πρόσωπο» καί τά «δικαιώματα τοῦ προσώπου». Παρατήρησα τίς λέξεις καί τίς φράσεις: «πρόσωπο»∙ «τό πρόσωπο ἔχει δικαίωμα στό σεβασμό τῆς προσωπικότητάς του μέ βάση τά χαρακτηριστικά φύλου του», τό ὁποῖο ὅμως πρέπει νά διορθωθῆ∙ «ἡ ταυτότητα φύλου» μέ τά χαρακτηριστικά πού «ἀντιστοιχοῦν στήν βούληση τοῦ προσώπου»∙ «τό πρόσωπο μπορεῖ νά ζητήσει τή διόρθωση τοῦ καταχωρισμένου φύλου του, ὥστε αὐτό νά ἀντιστοιχεῖ στή βούληση»∙ τά «δικαιώματα, ὑποχρεώσεις καί κάθε εἴδους εὐθύνη τοῦ προσώπου». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλο τό νομοσχέδιο στηρίζεται στό πρόσωπο, τήν βούληση τοῦ προσώπου καί τά δικαιώματα τοῦ προσώπου.

Ἐπίσης, στήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» γίνεται λόγος γιά τά «διεμφυλικά πρόσωπα (τρανσέξουαλ, τράνς)»∙ γιά «μιά μεγάλη ὑστέρηση στήν ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν διεμφυλικῶν προσώπων»∙ γιά «τόν ἰδιαίτερα προσβλητικό ἀκρωτηριασμό τοῦ προσώπου», ὅταν «παρακολουθῆται ἀπό ψυχίατρο» καί ὅταν «ἔχει ὑποβληθεῖ σέ χειρουργική ἐπέμβαση μέ πλήρη ὁριστική ἐπικράτηση τοῦ ἀντιθέτου ἀπό τό βιολογικό του φύλο»∙ γιά τό «ὅτι τό πρόσωπο ἔχει δικαίωμα στόν σεβασμό τῆς προσωπικότητάς του μέ βάση τά χαρακτηριστικά τοῦ φύλου του», τό ὁποῖο φύλο πρέπει νά «διορθωθῆ»∙ «ὁ ἐσωτερικός καί προσωπικός τρόπος μέ τόν ὁποῖο τό ἴδιο τό πρόσωπο βιώνει τό φύλο του»∙ «τά βιολογικά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου»∙ «γιά μεσοφυλικό ἄτομο»∙ γιά «τό πρόσωπο» πού αἰσθάνεται τή «δυσφορία τοῦ γένους»∙ γιά «τή βούληση τοῦ προσώπου», «τά δικαιώματα τοῦ κάθε προσώπου» καί ἄλλες παρόμοιες ἐκφράσεις. Ἑπομένως, καί στήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» τονίζονται οἱ ὅροι πρόσωπο, βούληση τοῦ προσώπου, δικαιώματα τοῦ προσώπου.

Θά σχολιάσω τούς τρεῖς αὐτούς ὅρους.

Πρῶτον. Διαβάζοντας τό νομοσχέδιο καί τήν «Αἰτιολογική Ἔκθεση» παρατηρῶ ὅτι ἀποφεύγεται ἐπιμελῶς ἡ λέξη «ἄνθρωπος» καί δίνεται σημασία στήν λέξη «πρόσωπο» μέ τά χαρακτηριστικά βεβαίως τοῦ γένους ἤ τοῦ φύλου του, τό ὁποῖο ὅμως πρέπει νά «διορθωθῆ». Αὐτό δέν εἶναι οὔτε τυχαῖο οὔτε ἀθῶο.

Πρόκειται γιά μιά ἐπιμελῆ προσπάθεια παράκαμψης τῆς λέξης ἄνθρωπος, μέ ὅλη τήν βιβλική καί παραδοσιακή σημασία τοῦ ὅρου, καί τήν ἀντικατάστασή της μέ τήν λέξη πρόσωπο, πού μπορεῖ νά ἀποδοθῆ καί μέ τήν λέξη «περσόνα», ὅπως λέγεται στόν προφορικό ἤ γράφεται στόν γραπτό λόγο, καί νά ἐξυπηρετοῦνται ἄλλοι σκοποί. Αὐτό δέν εἶναι ἄσχετο μέ τό ὅτι τά λεγόμενα «διεμφυλικά πρόσωπα» ἤ «ἄτομα» χρησιμοποίησαν κατά κόρον τήν λέξη πρόσωπο μέ τήν ὅλη φιλοσοφική του σημασία καί τήν ἰδιαιτερότητα.

Δεύτερον. Αὐτό συνδέεται μέ τόν ὑπερτονισμό τῆς «βούλησης τοῦ προσώπου». Ὅσο ὁμιλοῦν γιά τήν βούληση καί τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ὑποτιμοῦν τήν φύση, τήν ὁποία θεωροῦν ἀναγκαστική, ἀφοῦ δημιουργεῖ ἀνελευθερία, «δυσφορία», «βία». Μέ αὐτήν τήν ἔννοια θεωρεῖται, ὅπως ἔχει γραφῆ ἀπό ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, ὅτι καί ὁ γάμος, ὅπως τόν γνωρίζουμε καί ὅπως λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο ἐκφράσεως τῶν δύο φύλων –ἀρσενικοῦ καί θηλυκοῦ– καί τήν γέννηση τῶν παιδιῶν, θεωρεῖται ὡς μιά «ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου», πράγμα πού δεσμεύει ἤ καταργεῖ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου». Ὁπότε, ἡ «διόρθωση τοῦ φύλου» συνδέεται, κατ’ αὐτούς, μέ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου».

Στήν προοπτική αὐτή ὑπάγεται ἡ σχολαστική θεωρία περί τῆς «βουλήσεως τοῦ προσώπου», ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός μέ τήν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἀλλά καί ἡ ὅλη φιλοσοφία τοῦ βολονταρισμοῦ (βουλησιοκρατίας) καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.

Νά θυμίσω τίς φιλοσοφικές ἀπόψεις τοῦ Κάντ γιά τήν ἀπόλυτη ἀξία τοῦ προσώπου καί τήν αὐτονομία του, πού εἶναι ἡ βάση τῆς «ὑπερβατολογικῆς ἀρχῆς» του, ἡ ὁποία δέν ἀσχολεῖται μέ τά ἀντικείμενα, ἀλλά μέ τόν τρόπο γνώσης τῶν ἀντικειμένων ἀπό τόν καθένα, καθώς ἐπίσης καί γιά τήν «ὑπερβατολογική ἐλευθερία», ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα «ἀπό τόν μηχανισμό τῆς φύσης», ὅπως ἔχουν ἀναλύσει πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ π. Νικόλαος Λουδοβῖκος καί ὁ Γεώργιος Παναγόπουλος.

Τρίτον. Μέσα σέ αὐτήν τήν νοοτροπία ὑπάγεται καί ἡ συχνά τονιζόμενη σήμερα ἄποψη περί τῶν «δικαιωμάτων τοῦ προσώπου». Ἀφοῦ τό πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο, ἀπαλλαγμένο «ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης», ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ φύλου, σημαίνει ὅτι ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς καί τοῦ φύλου του. Ἔτσι, γίνεται κατανοητό ὅτι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό δικαίωμα τοῦ προσώπου λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνέπειες καί τίς εὐθύνες τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἰδιαιτέρου φύλου μέ τήν σύλληψη καί τήν γέννηση τῶν παιδιῶν.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι ἕνα ἀπό τά προβλήματα πού θά ἀπασχολήσουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν Ἐκκλησία στήν ἐποχή μας καί τήν ἐποχή πού ἔρχεται εἶναι τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ προσώπου ἤ τοῦ ἀνθρώπου. Φυσικά, δέν ἐννοοῦμε τά δικαιώματα πού ἔχει ὁ καθένας στήν παιδεία, τήν ὑγεία, τήν κοινωνική ζωή κλπ., ἀλλά τόν τονισμό τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μέ τήν παράλληλη καταστρατήγηση «τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ» στήν ζωή μας, καί τήν βίωση τῆς ἀπόλυτης «ἐλευθερίας» ὡς πρός τίς εὐαγγελικές ἐντολές.

Συνεπῶς, ὁ ὑπερβολικός τονισμός τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου μέ τήν βούληση τοῦ προσώπου καί τά δικαιώματά του καί στό θέμα τῶν «διεμφυλικῶν προσώπων», στό ὁποῖο ἐκμηδενίζονται οἱ διαφορές τῶν φύλων, πού εἶναι ἡ βάση τοῦ νομοσχεδίου αὐτοῦ, δέν εἶναι τόσο ἀθῶος ἀπό θεολογικῆς καί ἀνθρωπολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλά κρύβει κάποιες σκοπιμότητες, πολιτικές καί θεολογικές.

Μοῦ ἔκανε δέ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι κατά τήν συζήτηση πού ἔγινε τίς ἡμέρες αὐτές πού ψηφιζόταν τό νομοσχέδιο αὐτό στήν Βουλή, οἱ ἐκκλησιαστικοί παράγοντες πού ἀσχολήθηκαν μέ τήν κριτική τοῦ νομοσχεδίου δέν ὑποψιάσθηκαν καθόλου αὐτήν τήν βάση στήν ὁποία στηρίζεται τό νομοσχέδιο, μάλιστα δέ μερικοί πού ἄσκησαν κριτική στό νομοσχέδιο, τό ἔκαναν μέ βάση τήν «θεολογία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», χωρίς νά καταλάβουν ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐκφράζουν τήν ἴδια νοοτροπία καί ἐμπλέκονται στήν ἴδια φιλοσοφική καί θεολογική προοπτική.

Θέλω νά διευκρινίσω ὅτι γράφοντας τά ἀνωτέρω γιά τήν λεγόμενη «διόρθωση τοῦ φύλου», δέν ἐννοῶ τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὑπάρχουν προβλήματα ἀπό βιολογικῆς πλευρᾶς, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τίς ὁρμόνες, γιά τίς ὁποῖες ἤδη ὑπάρχει ἡ σχετική νομοθεσία, οὔτε ἐννοῶ τίς ψυχολογικές καί κοινωνικές καταστάσεις πού δημιουργοῦν τήν λεγόμενη «ταυτότητα τοῦ φύλου» καί τήν «διαταραχή τοῦ φύλου», πού περνοῦν πολλοί στήν μικρή τους ἡλικία καί ἀντιμετωπίζονται μέ μιά καλή ἀγωγή καί παιδεία. Κυρίως ἐννοῶ τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού τέτοιες συμπεριφορές ὀφείλονται σέ διάφορες φιλοσοφικές καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες συνδέονται μέ τόν ὑπερβολικό τονισμό τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ προσώπου.

Νομίζω ὅτι ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου θεολογίας πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί ὡς πρός τήν καθιέρωση τέτοιων νέων ἐκφράσεων, ὅπως «ἐλευθερία καί δικαιώματα τοῦ προσώπου», «βούληση τοῦ προσώπου», «κοινωνία τῶν προσώπων», «ἐλευθερία ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου» κλπ., οἱ ὁποῖες ἐφράσεις κρύβουν διάφορες ἐπικίνδυνες σκοπιμότητες, φιλοσοφικές, θεολογικές καί πολιτικές.

Εἶναι βασική θεολογική ἀρχή ὅτι ἡ ἐλευθερία βιώνεται μέσα ἀπό τήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης ὡς κενωτικῆς προσφορᾶς, καί μέσα ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἐκφράζεται μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν μυστηριακή καί εὐαγγελική ζωή, πού εἶναι πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς ζωῆς, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν ὡς ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ.

Τέλος, ὀφείλω νά σημειώσω τήν σημαντική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν ὑπέρβαση τῶν πέντε «διαιρέσεων». Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι ὁ Ἀδάμ ἀπέτυχε νά ὑπερβῆ τίς «πέντε διαιρέσεις» ἤ ἀντιθέσεις ἤτοι μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως, νοητῶν καί αἰσθητῶν, οὐρανοῦ καί γῆς, παραδείσου καί οἰκουμένης, ἄρρενος καί θήλεος. Αὐτή ἡ ὑπέρβαση τῶν διαιρέσεων-ἀντιθέσεων ἔγινε μέ τόν Νέο καί Ἔσχατο Ἀδάμ, δηλαδή τόν Χριστό, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πού συνδέεται μέ τόν Χριστό στήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του, μέ τήν εὐαγγελική καί μυστηριακή ζωή, ὑπερβαίνει αὐτές τίς διακρίσεις πού ὑπάρχουν στόν κόσμο καί ζῆ τήν πραγματική ἐλευθερία. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι καταστάσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.

Ὀκτώβριος 2017

-----------------------------------------------------------------

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού


(Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου Βλάχου)

1. Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.

2. Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 κατεδίκασαν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή κατεδίκασε τότε και ο ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ορθοδόξου Πάπα της Ρώμης, κατεδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Όμως για πρώτη φορά ο Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ’ το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος Η’ εισήγαγε το πιστεύω με το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

3. Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθή.

Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, το καθαρτήριο πύρ, το πρωτείο του Πάπα κλπ.

4. Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι:

– το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατρός, να καταργήται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, να μειώνεται ο Υιός κατά την ιδιότητά Του να γεννά, εάν υπάρχει ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού, να υποτιμάται το Άγιον Πνεύμα ως μη ισοδύναμο και ομόδοξο με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού παρουσιάζεται ωσεί “πρόσωπο στείρο”,

– η χρησιμοποίηση αζύμου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το μυστικό δείπνο,

– ο καθαγιασμός των “τιμίων δώρων” που γίνεται όχι με την επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού “λάβετε φάγετε… πίετε εξ αυτού πάντες…”,

– η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση,

– η θεωρία περί της “περισσευούσης αξιομισθίας” του Χριστού και των αγίων που την διαχειρίζεται ο Πάπας,

– ο χωρισμός και η διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, και θείας Ευχαριστίας,

– η διδασκαλία περί της κληρονομήσεως της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος,

– οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιερωσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον),

– η μη μετάληψη των λαϊκών από το “Αίμα” του Χριστού,

– το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι “ο episcopus episcoporum και η πηγή της ιερατικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεμών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γής” (Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος,

– η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις,

– το αλάθητο του Πάπα,

– το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα,

– οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που επικράτησαν στον δυτικό χώρο.

– η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας,

– η διδασκαλία περί του απολύτου προορισμού,

– η άποψη περί της ενιαίας μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισμάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.

5. Επίσης, η μεγάλη διαφοροποίηση, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην Δύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισμός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των μυστηρίων της πίστεως με την λογική (Άνσελμος Καντερβουρίας, Θωμάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νού, για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού και ουνίτη Βαρλαάμ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά.

6. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία “η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται”. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως “συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα”. Αρκεί να βγή ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχη κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: “θά ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το “Πιστεύω” έλεγαν: “καί εις έναν Πάπαν” παρά να λένε: “καί εις μίαν… Εκκλησίαν””.

Επίσης, “η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί”. Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι “η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες”. Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική “Εκκλησία” ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διϊστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν μας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν μας δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και εμάς μας θεωρούν θυγατέρες Εκκλησίες.

7. Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 από τον Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου και στην εποχή μας αναγνωρίσθηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σημαντική η αιτιολογία της ανακηρύξεως του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ’: “ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους”. Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους, ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216): “Αυτός που έχει τη νύμφη είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αυτή (η Εκκλησία) δε συνεζεύχθη με κενά τα χέρια, αλλά πρόσφερε σε μένα ασύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείο και την αφθονία αμφοτέρων… Σά σύμβολα των κοσμικών αγαθών μου έδωσε το Στέμμα, τη Μίτρα υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα για τη βασιλεία και με κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυμα και στο μηρό του οποίου γράφτηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων”.


Επομένως, υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο “Συνοδικό της Ορθοδοξίας”. Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος – αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γή, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς.

------------------------------------------------------------------
(Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Απρίλιος 2001)
πηγή ψηφιακού κειμένου: alopsis

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Ο σταυρός ως δρόμος προς την σωτηρία

Έχουμε θρησκειοποιήσει τον Χριστιανισμό, τον έχουμε εκκοσμικεύσει. Όχι μόνον ζητάμε προστασία από το Κράτος, αλλά χάσαμε την ασκητική ζωή. Η θεολογία, η λατρευτική ζωή, ο τρόπος ζωής μας δεν είναι έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά έκφραση μιας αντισταυρικής ζωής. Κυριαρχούν οι εξωτερικές αισθήσεις, η λογική, το δικαίωμα και το θέλημα. Από εκεί προέρχονται όλα τα δεινά.
 



(Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου Βλάχου)

Κάθε ανθρώπινη πολιτεία έχει ένα νομικό πλαίσιο μέσα στο oποίο κινείται, γιατί είναι γεγονός ότι μετά την πτώση του ανθρώπου οι συνθήκες ζωής γίνονται δύσκολες. Ο άνθρωπος περιέπεσε στον σκοτασμό του νου και άλλαξαν οι σχέσεις του και με τον Θεό και με τον συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος με σκοτισμένο νου γίνεται ιδιοτελής, φίλαυτος, αυτάρκης, εμπαθής και αυτό έχει τραγικές συνέπειες για την ζωή της κοινωνίας.

Γι' αυτόν τον λόγο εμφανίσθηκαν πολλοί νομοθέτες που αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται να κάνουν υποφερτές τις κοινωνικές συνθήκες. Έτσι τα ανθρώπινα πολιτεύματα στηρίζονται στην λογική, στην ανθρώπινη εφευρετικότητα και, φυσικά, όλα εξαρτώνται από τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και την δυνατότητα θεραπείας.

Το πολίτευμα όμως της Εκκλησίας είναι σταυρικό. Στηρίζεται πάνω στον Σταυρό του Χριστού. Παρακαλούμε τον Θεό να φυλάττη το δικό Του πολίτευμα δια του Σταυρού.«Και το σον φυλάττων διά του σταυρού σου πολίτευμα». Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι ο Σταυρός είναι η βάση του ορθόδοξου εκκλησιαστικού πολιτεύματος και ότι το ορθόδοξο πολίτευμα είναι σταυρικό. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να χαραχθούν μερικές απλές σκέψεις για το κρίσιμο αυτό θέμα, αφού μάλιστα πιστεύω ότι αν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτήν την μεγάλη αλήθεια θα μπορέσουμε να εισδύσουμε στο πραγματικό και βαθύτερο νόημα της Ορθοδοξίας.

Κατ' αρχάς ο Σταυρός στην πατερική διδασκαλία, εκτός του ότι είναι το ξύλο πάνω στο οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του και θριάμβευσε εναντίον των δυνάμεων του σκότους, συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε τους ανθρώπους προ του Νόμου, μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού και μετά από αυτήν.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε μια ομιλία του αναπτύσσει αυτήν την θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας. Τονίζει ότι Σταυρός είναι «η της αμαρτίας κατάργησις». Επίσης, υπογραμμίζει την αλήθεια ότι ο Σταυρός του Χριστού «προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως».

Έτσι ο Σταυρός του Χριστού προτυπωνόταν μυστικώς στην Παλαιά Διαθήκη και στην πραγματικότητα, όπως λέγει στην συνέχεια της ομιλίας του ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, βιώνονταν από όλους τους Προπάτορας και τους Προφήτας. Πραγματικά, «φίλοι Θεού πολλοί των πρό νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος». Έτσι «και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και πρό του τελεσθήναι».

Βεβαίως, το σχήμα του Σταυρού πάνω στον οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του είναι τίμιο και προσκυνητό, γιατί είναι εικόνα του εσταυρωμένου. Έχει μεγάλη αξία διότι, πάλι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός με την θνητή και παθητή σάρκα που προσέλαβε από την Παναγία «τον μεν αρχέκακον όφιν θεοσόφω δελέατι δια του σταυρού αγγιστρεύσας το υπ' αυτού δουλούμενον άπαν ηλευθέρωσε γένος».

Γι' αυτό διά του Σταυρού ήλθε η σωτηρία σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Επομένως, ο Σταυρός είναι το όργανο εκείνο διά του οποίου ο Χριστός απέθανε και με το οποίο νίκησε τις δυνάμεις του σκότους, αλλά συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε και σώζει τους ανθρώπους προ του Νόμου και μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως και μετά την ενανθρώπηση του Χριστού.

Η Εκκλησία του Χριστού στηρίζεται πάνω στον Σταυρό και όλη η εκκλησιαστική ζωή, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι στην πραγματικότητα σταυρική ζωή. Οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να προσκυνούμε τον τύπο του Σταυρού, διότι είναι σημείο και τρόπαιο μέγιστο του Χριστού εναντίον του διαβόλου και όλης της αντικειμένης φάλαγγος, «διο και φρίττουσι (οι δαίμονες) και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες» (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Θα ήθελα στην συνέχεια να τονίσω τρεις πραγματικότητες στις οποίες φαίνεται ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό, δηλαδή στηρίζεται πάνω στον Σταυρό.

Πρώτον, τα Μυστήρια της Εκκλησίας που αποτελούν το κέντρο της πνευματικής ζωής γίνονται με την ενέργεια του Σταυρού. Το νερό της Κολυμβήθρας αγιάζεται με την σημείωση του Τιμίου Σταυρού, αφού όχι μόνον ο Σταυρός, αλλά και το σχήμα του Σταυρού είναι θείο και προσκυνητό και, επομένως, είναι αγιαστικό. Όταν εισερχόμαστε στην ιερά Κολυμβήθρα βαπτιζόμεθα στον θάνατο του Χριστού, που σημαίνει μετέχουμε της δυνάμεως του Σταυρού. Ο ιερεύς μάς χρίει με το Άγιο Μύρο σχηματίζοντας επάνω μας το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι βίωση και μέθεξη του Τιμίου Σταυρού. Κατά την θεία Λειτουργία δεν ενθυμούμαστε τα θαύματα που έκανε ο Χριστός όσο ζούσε, αλλά τον Σταυρό, τον θάνατο και την ανάστασή Του.

Και όταν ο ιερεύς παρακαλή τον Θεό Πατέρα να στείλη το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλη τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού σχηματίζει πάνω από τα Δώρα τον Τίμιο Σταυρό. Το ίδιο γίνεται με όλα τα Μυστήρια και όλες τις τελετές της Εκκλησίας. Κατά την διάρκεια της «στέψεως» όχι μόνον σχηματίζεται στους νεονύμφους ο Τίμιος Σταυρός, αλλά και όλη η ζωή του χριστιανικού ανδρογύνου, όπως περιγράφεται στις ευχές του Μυστηρίου του Γάμου, είναι σταυρική. Και πραγματικά αν δούμε την οικογενειακή ζωή έξω από τον Σταυρό, τότε αποτυγχάνουμε να την ερμηνεύσουμε και να την κατανοήσουμε ορθόδοξα.

Δεύτερον, όλη η ζωή του Χριστιανού είναι στην πραγματικότητα σταυρική. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ερμηνεύοντας την εντολή του Χριστού να αίρουμε τον Σταυρό μας, αναφέρει δύο περιπτώσεις άρσεως του Σταυρού. Η μία είναι όταν παραδίδουμε την ζωή μας υπέρ της ευσεβείας κατά τον καιρό των διωγμών της Εκκλησίας και έτσι περιφρονούμε την ίδια την βιολογική ζωή για την δόξα του Χριστού. Η άλλη είναι — κατά τον καιρό της ειρήνης της Εκκλησίας — όταν ο άνθρωπος ζώντας την ζωή της ευσεβείας αγωνίζεται να σηκώνη τον Σταυρό, σταυρώνοντας τα πάθη και τις επιθυμίες.

Όλη η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από προτροπές γι' αυτήν την εργασία. «Νεκρώσατε τα μέλη υμών τα επί της γης», τονίζει ο Απόστολος Παύλος (Κολ. γ', 5). Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει λόγο για τον σταυρό της πράξεως και της θεωρίας. Βέβαια, οι λέξεις πράξη και θεωρία στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα από ό,τι έχουν προσδώσει σ' αυτές οι δυτικοί Χριστιανοί. Οι τελευταίοι όταν μιλούν για πράξη εννοούν την ιεραποστολή, δηλαδή όλη την προσπάθεια να «ευαγγελίσουν» τον λαό, και όταν μιλούν για θεωρία εννοούν τους στοχασμούς και τις σκέψεις που κάνουμε γύρω από τον Θεό και όλα τα θέματα της χριστιανικής διδασκαλίας.

Αλλά στην Ορθόδοξη Παράδοση όταν κάνουμε λόγο για πράξη εννοούμε κυρίως την μετάνοια, διά της οποίας καθαίρεται η καρδιά του ανθρώπου, και κάνοντας λόγο για θεωρία εννοούμε τον φωτισμό του νου, που εκφράζεται με την νοερά προσευχή και την θέα της ακτίστου δόξης του Θεού. Τόσο η πράξη όσο και η θεωρία είναι βίωση του Σταυρού.

Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να ακούση τον λόγο του Θεού: «έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου» (Γεν. ιβ', 1), δηλαδή καλείται να νεκρώση την πατρίδα και τον κόσμο, να βλέπη πέρα από αυτές τις κτιστές πραγματικότητες, όταν αγωνίζεται να εφαρμόση την παραγγελία του Θεού: «λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου» (Εξ. γ', 5), δηλαδή να αποθέση τους δερματίνους χιτώνας τους οποίους φόρεσε και διά των οποίων ενεργεί η αμαρτία και να νεκρώση το φρόνημα της σαρκός που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός, και όταν καλήται να ανέβη στο όρος της θεωρίας του Θεού μετά από νόμιμη άθληση, αυτό είναι βίωση του μυστηρίου του Σταυρού.

Γιατί, όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που ερμηνεύει τα πιο πάνω, «και η εν Θεώ θεωρία του Σταυρού μυστήριον εστι, του προτέρου εκείνου μυστηρίου μείζον». Έτσι βίωση του Σταυρού είναι η φυγή του ανθρώπου από την αμαρτία καθώς επίσης και η φυγή και η νέκρωση της αμαρτίας από τον άνθρωπο. Γι' αυτό λέμε ότι όλη η χριστιανική ζωή είναι βίωση του Σταυρού.

Τρίτον, όλη η ατμόσφαιρα που υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σταυρική ζωή. Συνιστά το πολίτευμα του Σταυρού. Η θεολογία είναι έκφραση της σταυρικής ζωής, προϋποθέτει μιά νέκρωση του παλαιού ανθρώπου.

Δεν μπορεί κανείς να θεολογήση αν δεν βιώση τον Θεό, και δεν μπορεί να φθάση στην κοινωνία και την ενότητα με τον Θεό, αν προηγουμένως δεν καθαρθή,

γιατί, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «τέλος αγνείας θεολογίας υπόθεσις». Τόσο η λεγομένη άποφατική θεολογία όσο και η λεγομένη καταφατική θεολογία προϋποθέτουν κάθαρση του ανθρώπου και νέκρωση των σαρκικών δυνάμεων.


Ακόμη, οι λειτουργικές τέχνες, που είναι έκφραση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, είναι σταυρικές. Η ορθόδοξη αγιογραφία, η ορθόδοξη αρχιτεκτονική, η ορθόδοξη υμνογραφία και ψαλτική προϋποθέτουν τον Σταυρό.

Η βάση όλων των λειτουργικών τεχνών είναι στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, δηλαδή η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση.

Αν βλέπουμε αυτές τις λειτουργικές τέχνες έξω από την υπόστασή τους, τότε μάλλον ματαιοπονούμε και δεν βοηθούμεθα στην προσπάθεια να σωθούμε. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει νόημα όταν αντικαθιστούμε τις δυτικές θρησκευτικές τέχνες με τις λεγόμενες βυζαντινές, όταν παράλληλα δεν αγωνιζόμαστε να βρισκόμαστε στην προοπτική της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Το να ψάλλη κανείς ορθόδοξα και παραδοσιακά προϋποθέτει ένα ήθος. Και αυτό το ήθος δεν το κάνει η εξωτερική συμμόρφωση προς μια παράδοση, αλλά κυρίως και προ παντός ο βαθμός της συμμορφώσεώς μας προς την θεραπευτική αγωγή που διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Άλλωστε, από την ορθόδοξη διδασκαλία γνωρίζουμε καλά ότι οι εικόνες αγιάζουν τον άνθρωπο που τις προσκυνά με δύο βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι ο αγιασμός είναι μέθεξη της θείας Χάριτος, δυνάμει της υποστατικής ταυτότητας της εικόνας με το τεθεωμένο αρχέτυπό της. Η δεύτερη είναι ότι οι εικόνες αγιάζουν δυνάμει της πνευματικής καταστάσεως του προσκυνούντος. Αν ο άνθρωπος είναι στο στάδιο της καθάρσεως, τότε βοηθείται για την κάθαρση, αν βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού βοηθείται για την τελείωση αυτού του σταδίου και αν βρίσκεται στο στάδιο της θεώσεως αναπτύσσεται περισσότερο σ' αυτό.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι η προσκύνηση μιας εικόνας, έστω κι αν είναι βυζαντινή, χωρίς να υπάρχουν αυτές οι απαραίτητες προϋποθέσεις, χωρίς, δηλαδή, να γίνεται μέθεξη της θείας Χάριτος, και χωρίς να ακολουθή ο άνθρωπος την θεραπευτική - ασκητική αγωγή της Εκκλησίας δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Το ίδιο ακριβώς γίνεται με όλες τις λειτουργικές τέχνες, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών.

Γενικά η ορθόδοξη ζωή προϋποθέτει την νέκρωση των εξωτερικών αισθήσεων για να εμφανισθούν και να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές αισθήσεις, την αποβολή της φιλαυτίας προς χάριν της αγάπης, την υπέρβαση του ατομισμού και την μετάβαση του ανθρώπου από την αγάπη που ζητεί τα εαυτής στην αγάπη που δεν ζητεί τα εαυτής, και την μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε από το παρά φύσιν να οδηγηθούν στο κατά φύσιν και υπέρ φύσιν.

Όλη αυτή η ζωή, που συνιστά την μετάνοια, λέγεται σταυρική και πολίτευμα του Σταυρού. Δεν πρόκειται απλώς για μιά τιμητική εξωτερική προσκύνηση του Σταυρού, αλλά για μυστηριακή βίωση της ακτίστου ενεργείας, δηλαδή της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.

Εδώ τίθεται ένα μεγάλο πρόβλημα: ένα Κράτος, έστω κι αν είναι χριστιανικό, έστω κι αν προσπαθή να συντονισθή με το πολίτευμα του Σταυρού, μπορεί στην πραγματικότητα να βιώση αυτήν την σταυρική ζωή;

Η εκκλησιαστική ιστορία έχει αποδείξει καθαρά ότι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων βίωναν τον σταυρό της πράξεως και της θεωρίας. Η ανάγνωση των κειμένων της Αγίας Γραφής και των Αποστολικών Πατέρων το φανερώνει καθαρά. Επίσης, κατά την διάρκεια των διωγμών υπήρχε βίωση του μυστηρίου του Σταυρού.

Αλλά όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του Κράτους εισήλθαν κάποιες σκοπιμότητες και έτσι, παρά τις υπάρχουσες εξαιρέσεις, άρχισε να εξασθενή το πολίτευμα του Σταυρού. Μιλάω για πολιτικές σκοπιμότητες γιατί η λεγομένη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε κάνει την επιλογή της, ότι δηλαδή η Ορθοδοξία έπρεπε να αποτελή το στοιχείο ενότητος των κατοίκων της.

Ακριβώς όμως εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε ο Μοναχισμός που είναι καρπός και αποτέλεσμα της εκκοσμικεύσεως της ορθόδοξης ζωής. Γι' αυτό οι πρώτοι Μοναχοί όταν συναντούσαν Χριστιανούς προερχομένους από τον κόσμο τούς ερωτούσαν αν υπάρχη Εκκλησία στον κόσμο. Βέβαια, γνώριζαν πολύ καλά ότι υπήρχαν Ναοί, όπου τελούνταν τα Μυστήρια, αλλά αυτοί ρωτούσαν αν υπάρχη το σταυρικό πολίτευμα, αν οι Χριστιανοί βίωναν την πράξη και την θεωρία της χριστιανικής ζωής.

Επίσης η διατύπωση τόσων όρων, αλλά και η δημιουργία τόσων Κανόνων δείχνει ότι άρχισε τότε η εκκοσμίκευση στην χριστιανική ζωή, οπότε η Εκκλησία διά των αγίων Πατέρων της ήθελε να δημιουργήση τα όρια που θα δείχνουν την αλήθεια από την πλάνη.

Μπορεί να φανή παράξενο αυτό που θα πω στην συνέχεια. Η προβολή της διδασκαλίας του ησυχασμού, που έγινε τον 14ον αιώνα από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ήταν αρίστη προετοιμασία του λαού υπό του Θεού να αντιμετωπίση την δυσκολία της υποδουλώσεως στους Τούρκους.

Και επειδή κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας έχουμε την επάνοδο στην ασκητική διάσταση της Ορθοδοξίας, στην βίωση του πολιτεύματος του Σταυρού, γι' αυτό στην πραγματικότητα η ημέρα της υποδουλώσεώς μας στους Τούρκους μπορεί να θεωρηθή Κυριακή της Ορθοδοξίας. Τότε χάθηκαν τα εξωτερικά στηρίγματα, η εξωτερική περίλαμπρη επιφάνεια και άρχισε να φαίνεται και να βιώνεται το εσωτερικό μεγαλείο, δηλαδή άρχισε να βιώνεται η πτωχεία με όλη την ορθόδοξη σημασία της λέξεως.

Σήμερα, δυστυχώς, παρατηρούμε, ότι οι περισσότεροι από μας δεν βιώνουμε το πολίτευμα του Σταυρού.

Έχουμε θρησκειοποιήσει τον Χριστιανισμό, τον έχουμε εκκοσμικεύσει. Όχι μόνον ζητάμε προστασία από το Κράτος, αλλά χάσαμε την ασκητική ζωή. Η θεολογία, η λατρευτική ζωή, ο τρόπος ζωής μας δεν είναι έκφραση του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά έκφραση μιας αντισταυρικής ζωής.

Κυριαρχούν οι εξωτερικές αισθήσεις, η λογική, το δικαίωμα και το θέλημα. Από εκεί προέρχονται όλα τα δεινά.

Δεν θέλω να απαριθμίσω διάφορα περιστατικά της σύγχρονης ζωής, ακριβώς γιατί είναι γνωστά σε όλους μας. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι αν δεν μάθουμε τι είναι ο Σταυρός κι αν δε βιώσουμε το μυστήριο του Σταυρού, δεν θα μάθουμε ποτέ τι είναι Ορθοδοξία και ποιά πρέπει να είναι η θέση μας μέσα σ' αυτήν.

Και, φυσικά, δεν θα μάθουμε τι είναι ανάσταση της ψυχής, ούτε τι είναι σωτηρία του ανθρώπου. Και, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, ένας ο οποίος δεν γνωρίζει εκ πείρας τον Θεό, δεν έχει γνώση της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αυτός στην πραγματικότητα είναι άθεος.

Άθεοι δεν είναι μόνον εκείνοι που δεν πιστεύουν στον Θεό, αλλά και εκείνοι που δεν έχουν προσωπική πείρα του Θεού.

Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό, δηλαδή στηρίζεται πάνω στον Σταυρό και διαποτίζεται από αυτόν.

Και ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι σταυροφόρος, καρφωμένος πάνω στον Σταυρό. Εκεί αισθάνεται αναπαυμένος. Και επειδή είναι σταυρωμένος γι' αυτό είναι και ελεύθερος.

----------------------------------------------------
πηγή: Το πολίτευμα του Σταυρού,  Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου,
εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 1992

πηγή ψηφιακού κειμένου: logosfotos.blogspot.gr

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Σκοτασμός και θεραπεία του νοός




(Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος)

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος μιλάει για το θεολογικό όρο νους στο πλαίσιο της νηπτικής θεολογίας της Εκκλησίας και περί του σκοτασμού και της θεραπείας του νοος. Ο ομιλών Ιεράρχης τονίζει ότι σύμφωνα με τους ησυχαστές πατέρες ο νους έχει τρεις κινήσεις: τη φυσική κίνηση του νοος στη καρδιά, η πάρα φύσιν κίνηση όπου ο νους βγαίνει έξω από τη καρδιά και ταυτίζεται με τη διάνοια, και υπέρ φύσιν όταν ο νους αναφέρεται στο Θεό και ανυψώνεται από όλα τα κτιστά και προσεύχεται.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Ἡ Παραβολή τοῦ πλούσιου καί τοῦ Λαζάρου


Βλάχος Ἱερόθεος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)

Πολλά μπορεῖ κανείς νά παρατηρήσει μελετώντας τήν περίφημη αὐτή παραβολή τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τήν κοινωνική διάστασή της ἤ ἀκόμη νά βγάλει πολλά ἠθικά καί ἠθικολογικά συμπεράσματα. Ὅμως, θά ἐπιμείνουμε περισσότερο στά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή μετά τόν θάνατο, δηλαδή θά δοῦμε τήν ἐσχατολογική ἀνάλυση τῆς παραβολῆς.

Π ρ ῶ τ ο ν. Ὅπως φαίνεται στήν παραβολή δέν γίνεται λόγος γιά τήν ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν ζωή τῆς ψυχῆς πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τό διάστημα ἐκεῖνο πού λέγεται μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν. Ἄλλοι λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται στήν Δευτέρα Παρουσία Του, ὅταν θά ἔλθει γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ προηγουμένως γίνει ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί οἱ ψυχές εἰσέλθουν ἐκ νέου στά σώματα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀπολαύσει ἐκεῖνα πού ἔπραξε στήν ζωή του.