Μία εβδομάδα αργότερα, το επόμενο
Σάββατο, ο Άγιος με τους δύο μαθητές του κλήθηκαν πάλι στο βασιλικό
παλάτι για ανάκριση. Οι στρατιώτες οδήγησαν μέσα τον Αναστάσιο, που
γνώριζε περισσότερα, ενώ ο άλλος, ο προηγούμενος αποκρισάριος της
Εκκλησίας της Ρώμης, παρέμεινε έξω από το παλάτι.
Ο πρώτος Αναστάσιος οδηγήθηκε
στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η Σύγκλητος, δύο πατριάρχες (Πέτρος
Κων/πολεως και Μακάριος Αντιοχείας) μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν στα μέλη
της, ακολουθούμενος από συκοφάντες, που είχαν συγκεντρώσει ψεύτικες
κατηγορίες εναντίον του Αγίου Μαξίμου.
Οι παρόντες επέμειναν, όπως
βεβαίωσε ο Αναστάσιος, στις συκοφαντίες εναντίον του δασκάλου του, αλλά
αυτός αντέκρουσε θαρραλέα τα ψέματα και διαφώνησε με τους πατριάρχες και
τη Σύγκλητο. Όταν τον ρώτησαν, αν είχε αναθεματίσει τον Τύπο, απάντησε,
ότι όχι μόνο τον είχε αναθεματίσει, αλλά είχε συντάξει και βιβλίο
ενάντια σε αυτόν.
Τέλος οι αξιωματούχοι τον ρώτησαν: «Δεν αναγνωρίζεις, ότι έχεις ενεργήσει άσχημα;»
«Ο Θεός απαγορεύει να θεωρήσω κακό ό,τι έχω κάνει καλώς, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας», απάντησε ο Αναστάσιος.
Κατόπιν έφεραν ενώπιον της Συγκλήτου τον Άγιο Μάξιμο και οδήγησαν έξω τον Αναστάσιο. Ο αριστοκράτης Τρώιλος απευθύνθηκε σε αυτόν ως εξής: «Άκουσέ με, αββά. Πες την αλήθεια, και ο Θεός θα σε σπλαχνιστεί. Αν αρχίσουμε να ρωτάμε, σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζει ο νόμος και αποδειχθεί αληθινή έστω και μία από τις κατηγορίες, που εκκρεμούν εναντίον σου, τότε θα εκτελεστείς».
Ο γέροντας απάντησε: «Σας επαναλαμβάνω: Όσο είναι δυνατόν για τον Σατανά να γίνει Θεός, άλλο τόσο είναι πιθανό να αποδειχθεί αληθινή, έστω και μία κατηγορία Αλλά, μιά και ο Σατανάς, ένας αποστάτης, δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει Θεός, έτσι και αυτές οι κατηγορίες δεν μπορεί να γίνουν αληθινές, επειδή είναι απολύτως ψεύτικες. Επομένως, να κάνετε ό,τι έχετε σχεδιάσει. Λατρεύω και ευλαβούμαι τον Θεό, δεν φοβάμαι μήπως μαρτυρήσω».
«Είναι αλήθεια πως αναθεμάτισες τον Τύπο;» άρχισε ο Τρώιλος.
Ο γέροντας απάντησε: «Το έχω πει αρκετές φορές, πως τον έχω αναθεματίσει».
«Αν έχεις αναθεματίσει τον Τύπο», συνέχισε ο Τρώιλος, «άρα έχεις αναθεματίσει τον αυτοκράτορα!»
«Δεν έχω αναθεματίσει τον αυτοκράτορα», απάντησε ο Άγιος, «αλλά μόνο την περγαμηνή, που απορρίπτει την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας».
«Πού έγινε αυτό;» ρώτησε ο Τρώιλος.
«Στην τοπική σύνοδο στη Ρώμη», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος, «στην εκκλησία του Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Κατόπιν ο αξιωματούχος που προήδρευε της σύναξης ρώτησε: «Θα έρθεις σε κοινωνία με την Εκκλησία μας ή όχι;»
«Όχι, δεν θα έρθω σε κοινωνία», απάντησε ο Άγιος. «Γιατί;» ρώτησε ο πρόεδρος.
«Επειδή αυτή έχει απορρίψει τις αποφάσεις των ορθόδοξων συνόδων».
«Αν η Εκκλησία μας εγκαταλείψει τις συνόδους», απόρησε ο πρόεδρος, «πως είναι δυνατόν να παραμείνει σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες;»
«Ποιό το όφελος να τα υπενθυμίζουμε αυτά, αν τα δόγματα αυτών των συνόδων απορρίπτονται;» ήταν η απάντηση του Αγίου.
«Μπορείς να μας αποδείξεις», ρώτησε ο πρόεδρος, «με ποιό τρόπο η παρούσα Εκκλησία έχει απορρίψει τα δόγματα των προηγούμενων συνόδων;»
«Αν δεν θυμώσετε και με διατάξετε να το κάνω, θα σας το αποδείξω εύκολα», απάντησε ο γέροντας.
Όταν όλοι σιώπησαν, ο ταμίας του απηύθυνε τον λόγο: «Γιατί αγαπάς τόσο τους Ρωμαίους και μισείς τους Έλληνες;»
«Έχουμε μία εντολή από τον Θεό: να μη μισούμε κανέναν. Αγαπώ τους Ρωμαίους, εφόσον έχουν την ίδια πίστη με μένα, αγαπώ και τους Έλληνες, καθώς μιλάμε την ίδια γλώσσα», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο ταμίας.
«Εβδομήντα πέντε», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσα χρόνια», συνέχισε ο ταμίας, «είναι μαζί σου ο μαθητής σου;»
«Τριάντα επτά», απάντησε ο Άγιος.
Εκείνη τη στιγμή ένας από τους κληρικούς αναφώνησε: «Είθε ο Θεός να σε τιμωρήσει για όλα αυτά που έκανες στον ευλογημένο Πύρρο!»
Ο Άγιος δεν απάντησε.
Κατά τη διάρκεια της μακροσκελούς ανακρίσεως, κανένας πατριάρχης δεν μίλησε. Κάποια στιγμή μόνο κάποιος Δημοσθένης δήλωσε: «Αυτή δεν ήταν αληθινή σύνοδος, επειδή συγκλήθηκε από τον Μαρτίνο, έναν πάπα εκτός Εκκλησίας».
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο πάπας Μαρτίνος δεν ήταν εκτός Εκκλησίας, αλλά υπό διωγμόν».
Μετά από αυτό έβγαλαν τον Άγιο έξω και έκαναν συμβούλιο. Οι απάνθρωποι κριτές θεώρησαν, πως θα ήταν πολύ φιλεύσπλαχνοι, αν επέτρεπαν στον Άγιο να ζήσει σε περιορισμό, όπως πρώτα καλύτερα να τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια. Τον παρέδωσαν λοιπόν στα χέρια τού κυβερνήτη.
Ο έπαρχος διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο Μάξιμο και τους μαθητές του στο Πραιτώριο, όπου γίνονταν βασανιστήρια και μαστιγώνονταν άνθρωποι. Εκεί ο άσπλαχνος βασανιστής έγδυσε τον Άγιο γέροντα, τον πέταξε στο έδαφος και διέταξε να τον μαστιγώσουν με βούνευρα. Δεν σεβάστηκε ούτε τα γηρατειά του ούτε τη σεβάσμια εμφάνισή του, ούτε ένιωσε τύψεις στη θέα του αποστεωμένου από τα ασκητικά αγωνίσματα σώματος.
Το εξαγριωμένο πλήθος άρχισε να χτυπά τον Άγιο τόσο απάνθρωπα, που η γη έγινε κόκκινη από το αίμα του, ενώ το σώμα του ξεσχίστηκε τόσο που έμοιαζε με άμορφη μάζα Κατόπιν, το πλήθος έπεσε με μανία πάνω στους μαθητές τού Αγίου και τους χτύπησε με την ίδια σκληρότητα Καθώς τους χτυπούσε, ακούστηκε μια φωνή: «Εκείνοι που δεν υπακούν τις βασιλικές εντολές, δικαίως υφίστανται τέτοια βασανιστήρια». Τελικά τους πέταξαν ημιθανείς στη φυλακή.
Το επόμενο πρωί ο Άγιος και σεβάσμιος γέροντας παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, μαζί με τον πρώτο του μαθητή Αναστάσιο. Ο Άγιος ήταν ακόμη ζωντανός. Όλο του το σώμα όμως, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ήταν γεμάτο βαθιές πληγές. Ήταν αδύνατον να τον κοιτάξει κανείς, χωρίς να νιώσει συμπόνια.
Εντούτοις, οι σκληρόκαρδοι βασανιστές δεν ένιωσαν κανέναν οίκτο, αλλά μανιασμένοι του έβγαλαν έξω τη θεόσοφη γλώσσα, από την οποία είχαν πηγάσει ποταμοί σοφών διδασκαλιών, που είχαν πνίξει τα επιχειρήματα των αιρετικών και χωρίς έλεος την έκοψαν από τη ρίζα της. Με τον τρόπο αυτό ήθελαν να σφραγίσουν τα θεόφθογγα χείλη του Αγίου. Έκαναν το ίδιο με τον μαθητή του Αναστάσιο και έπειτα τους κλείδωσαν πάλι στη φυλακή.
Αλλά ο Κύριος και Θεός, ο οποίος μωραίνει μεγάλους και από στόματα νηπίων και θηλαζόντων επαινείται το άγιό Του όνομα, έδωσε σε αυτούς τους αληθινούς και πιστούς δούλους Του και μάρτυρες τη δυνατότητα να μιλήσουν ακόμη και χωρίς τη γλώσσα, πιο καθαρά μάλιστα απ' ό,τι στο παρελθόν. Πόσο ντροπιάστηκαν οι δύστυχοι αιρετικοί, όταν το έμαθαν! Εξοργίστηκαν περισσότερο, έκοψαν το δεξί χέρι του Αγίου και το έριξαν στο έδαφος. Ακριβώς το ίδιο έκαναν και στον μαθητή του Αναστάσιο.
Απάλλαξαν δε τον άλλο μαθητή του, που ονομαζόταν Αναστάσιος κι αυτός, επειδή στο παρελθόν είχε χρηματίσει αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης και γραμματέας στους αυτοκράτορες.
Ύστερα οδήγησαν και τους δύο έξω από το Πραιτώριο και τους έσυραν σε ολόκληρη την πόλη. Τους κακομεταχειρίστηκαν και δεν δίστασαν να δείξουν κοροϊδευτικά τις ακρωτηριασμένες γλώσσες και τα χέρια τους σε όλους τους ανθρώπους, φωνάζοντας και χλευάζοντάς τους με ασεβή λόγια.
Μετά τους έστειλαν και τους τρεις πάλι στην εξορία τον καθέναν χωριστά, χωρίς άνθρωπο να τους φροντίζει, χωρίς τρόφιμα ρούχα και παπούτσια Καθ' οδόν υπέστησαν τόσα βάσανα, ώστε στο τέλος ο Άγιος Μάξιμος να μην μπορεί ούτε να καθίσει είτε σε άλογο είτε σε άλλο μεταφορικό μέσο. Οι στρατιώτες έφεραν ένα μεγάλο καλάθι, έβαλαν τον βασανισμένο γέροντα μέσα και κατάφεραν έτσι με μεγάλη δυσκολία να τον μεταφέρουν στην εξορία του.
Τον συνόδευσαν στην απόμακρη χώρα των Σκυθών, στην Αλανία, και τον φυλάκισαν στην πόλη Σχίμαρις. Ο άγιος μαθητής του, του οποίου η γλώσσα και το χέρι είχαν κοπεί, αναχώρησε από το πολυβασανισμένο σώμα του, ενώ ακόμα ήταν καθ' οδόν και η ψυχή του πέταξε προς τον Θεό και την αιωνιότητα.
Ο Άγιος Μάξιμος έζησε άλλα τρία χρόνια στην τελευταία εξορία του υφιστάμενος τα αυστηρότερα βασανιστήρια. Περιορισμένος σε μια φυλακή, δεν είχε καμία βοήθεια στα γηρατειά του, ούτε συμπονετική φροντίδα Όταν ο Κύριος θέλησε να βάλει τέλος στους πόνους και στις θλίψεις του, τον οδήγησε εκτός φυλακής στην αιώνια ελευθερία και στη χαρά της αιώνιας Βασιλείας. Πρώτα τον παρηγόρησε με μιά θεία επίσκεψη και μετά του ανήγγειλε την ώρα της κοίμησής του. Ο ευλογημένος μάρτυρας γέμισε με μεγάλη χαρά, αν και ήταν προετοιμασμένος για το τέλος του. Εντούτοις, άρχισε να προετοιμάζεται με ακόμη περισσότερο ζήλο. Όταν η ευλογημένη ώρα του θανάτου του ήρθε, παρέδωσε την ψυχή του με χαρά στα χέρια του Χριστού και Θεού μας, τον οποίον είχε αγαπήσει από τη νεότητά του και για τον οποίο είχε υποφέρει τόσο πολύ.
Έτσι ο ομολογητής και μάρτυρας του Χριστού ολοκλήρωσε την παιδαγωγία του σε αυτή τη ζωή και εισήχθη στη χαρά του Κυρίου του. Ενταφιάστηκε στην ίδια πόλη. Τότε τρία θαυμαστά φώτα φάνηκαν στον τάφο του, λάμποντας με μια φλόγα άφατη και απόκοσμη. Ο Άγιος, που ακτινοβολούσε με το παράδειγμα της αρετής του, την πολυβασανισμένη του ζωή και τον μεγάλο του ζήλο για τον Θεό, δεν έπαψε να λάμπει και μετά την κοίμησή του. Εκείνα τα τρία φώτα στον τάφο του Αγίου ήταν ένα σαφές σημάδι, ότι ο Άγιος του Θεού είχε λάβει τον κλήρο του στα ουράνια σκηνώματα και απολαμβάνει τη θεία χάρη του τρισυπόστατου φωτός.
Μετά την κοίμηση του Αγίου Μαξίμου, ο άλλος μαθητής του, ο αποκρισάριος Αναστάσιος, περιέγραψε λεπτομερώς τον βίο, τους αγώνες και τις δοκιμασίες του πατέρα και διδασκάλου του.
Από αυτή την περιγραφή, που είναι ικανοποιητική, έχει ληφθεί τούτη η βιογραφία, που σκοπό έχει να μας ωφελήσει, προς δόξαν της Αγίας Τριάδας, που δοξάζεται από τους Αγίους της, στους οποίους εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε τιμή, δόξα και λατρεία, τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Τέλος οι αξιωματούχοι τον ρώτησαν: «Δεν αναγνωρίζεις, ότι έχεις ενεργήσει άσχημα;»
«Ο Θεός απαγορεύει να θεωρήσω κακό ό,τι έχω κάνει καλώς, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας», απάντησε ο Αναστάσιος.
Κατόπιν έφεραν ενώπιον της Συγκλήτου τον Άγιο Μάξιμο και οδήγησαν έξω τον Αναστάσιο. Ο αριστοκράτης Τρώιλος απευθύνθηκε σε αυτόν ως εξής: «Άκουσέ με, αββά. Πες την αλήθεια, και ο Θεός θα σε σπλαχνιστεί. Αν αρχίσουμε να ρωτάμε, σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζει ο νόμος και αποδειχθεί αληθινή έστω και μία από τις κατηγορίες, που εκκρεμούν εναντίον σου, τότε θα εκτελεστείς».
Ο γέροντας απάντησε: «Σας επαναλαμβάνω: Όσο είναι δυνατόν για τον Σατανά να γίνει Θεός, άλλο τόσο είναι πιθανό να αποδειχθεί αληθινή, έστω και μία κατηγορία Αλλά, μιά και ο Σατανάς, ένας αποστάτης, δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει Θεός, έτσι και αυτές οι κατηγορίες δεν μπορεί να γίνουν αληθινές, επειδή είναι απολύτως ψεύτικες. Επομένως, να κάνετε ό,τι έχετε σχεδιάσει. Λατρεύω και ευλαβούμαι τον Θεό, δεν φοβάμαι μήπως μαρτυρήσω».
«Είναι αλήθεια πως αναθεμάτισες τον Τύπο;» άρχισε ο Τρώιλος.
Ο γέροντας απάντησε: «Το έχω πει αρκετές φορές, πως τον έχω αναθεματίσει».
«Αν έχεις αναθεματίσει τον Τύπο», συνέχισε ο Τρώιλος, «άρα έχεις αναθεματίσει τον αυτοκράτορα!»
«Δεν έχω αναθεματίσει τον αυτοκράτορα», απάντησε ο Άγιος, «αλλά μόνο την περγαμηνή, που απορρίπτει την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας».
«Πού έγινε αυτό;» ρώτησε ο Τρώιλος.
«Στην τοπική σύνοδο στη Ρώμη», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος, «στην εκκλησία του Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Κατόπιν ο αξιωματούχος που προήδρευε της σύναξης ρώτησε: «Θα έρθεις σε κοινωνία με την Εκκλησία μας ή όχι;»
«Όχι, δεν θα έρθω σε κοινωνία», απάντησε ο Άγιος. «Γιατί;» ρώτησε ο πρόεδρος.
«Επειδή αυτή έχει απορρίψει τις αποφάσεις των ορθόδοξων συνόδων».
«Αν η Εκκλησία μας εγκαταλείψει τις συνόδους», απόρησε ο πρόεδρος, «πως είναι δυνατόν να παραμείνει σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες;»
«Ποιό το όφελος να τα υπενθυμίζουμε αυτά, αν τα δόγματα αυτών των συνόδων απορρίπτονται;» ήταν η απάντηση του Αγίου.
«Μπορείς να μας αποδείξεις», ρώτησε ο πρόεδρος, «με ποιό τρόπο η παρούσα Εκκλησία έχει απορρίψει τα δόγματα των προηγούμενων συνόδων;»
«Αν δεν θυμώσετε και με διατάξετε να το κάνω, θα σας το αποδείξω εύκολα», απάντησε ο γέροντας.
Όταν όλοι σιώπησαν, ο ταμίας του απηύθυνε τον λόγο: «Γιατί αγαπάς τόσο τους Ρωμαίους και μισείς τους Έλληνες;»
«Έχουμε μία εντολή από τον Θεό: να μη μισούμε κανέναν. Αγαπώ τους Ρωμαίους, εφόσον έχουν την ίδια πίστη με μένα, αγαπώ και τους Έλληνες, καθώς μιλάμε την ίδια γλώσσα», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε ο ταμίας.
«Εβδομήντα πέντε», απάντησε ο Άγιος.
«Πόσα χρόνια», συνέχισε ο ταμίας, «είναι μαζί σου ο μαθητής σου;»
«Τριάντα επτά», απάντησε ο Άγιος.
Εκείνη τη στιγμή ένας από τους κληρικούς αναφώνησε: «Είθε ο Θεός να σε τιμωρήσει για όλα αυτά που έκανες στον ευλογημένο Πύρρο!»
Ο Άγιος δεν απάντησε.
Κατά τη διάρκεια της μακροσκελούς ανακρίσεως, κανένας πατριάρχης δεν μίλησε. Κάποια στιγμή μόνο κάποιος Δημοσθένης δήλωσε: «Αυτή δεν ήταν αληθινή σύνοδος, επειδή συγκλήθηκε από τον Μαρτίνο, έναν πάπα εκτός Εκκλησίας».
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο πάπας Μαρτίνος δεν ήταν εκτός Εκκλησίας, αλλά υπό διωγμόν».
Μετά από αυτό έβγαλαν τον Άγιο έξω και έκαναν συμβούλιο. Οι απάνθρωποι κριτές θεώρησαν, πως θα ήταν πολύ φιλεύσπλαχνοι, αν επέτρεπαν στον Άγιο να ζήσει σε περιορισμό, όπως πρώτα καλύτερα να τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια. Τον παρέδωσαν λοιπόν στα χέρια τού κυβερνήτη.
Ο έπαρχος διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο Μάξιμο και τους μαθητές του στο Πραιτώριο, όπου γίνονταν βασανιστήρια και μαστιγώνονταν άνθρωποι. Εκεί ο άσπλαχνος βασανιστής έγδυσε τον Άγιο γέροντα, τον πέταξε στο έδαφος και διέταξε να τον μαστιγώσουν με βούνευρα. Δεν σεβάστηκε ούτε τα γηρατειά του ούτε τη σεβάσμια εμφάνισή του, ούτε ένιωσε τύψεις στη θέα του αποστεωμένου από τα ασκητικά αγωνίσματα σώματος.
Το εξαγριωμένο πλήθος άρχισε να χτυπά τον Άγιο τόσο απάνθρωπα, που η γη έγινε κόκκινη από το αίμα του, ενώ το σώμα του ξεσχίστηκε τόσο που έμοιαζε με άμορφη μάζα Κατόπιν, το πλήθος έπεσε με μανία πάνω στους μαθητές τού Αγίου και τους χτύπησε με την ίδια σκληρότητα Καθώς τους χτυπούσε, ακούστηκε μια φωνή: «Εκείνοι που δεν υπακούν τις βασιλικές εντολές, δικαίως υφίστανται τέτοια βασανιστήρια». Τελικά τους πέταξαν ημιθανείς στη φυλακή.
Το επόμενο πρωί ο Άγιος και σεβάσμιος γέροντας παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, μαζί με τον πρώτο του μαθητή Αναστάσιο. Ο Άγιος ήταν ακόμη ζωντανός. Όλο του το σώμα όμως, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ήταν γεμάτο βαθιές πληγές. Ήταν αδύνατον να τον κοιτάξει κανείς, χωρίς να νιώσει συμπόνια.
Εντούτοις, οι σκληρόκαρδοι βασανιστές δεν ένιωσαν κανέναν οίκτο, αλλά μανιασμένοι του έβγαλαν έξω τη θεόσοφη γλώσσα, από την οποία είχαν πηγάσει ποταμοί σοφών διδασκαλιών, που είχαν πνίξει τα επιχειρήματα των αιρετικών και χωρίς έλεος την έκοψαν από τη ρίζα της. Με τον τρόπο αυτό ήθελαν να σφραγίσουν τα θεόφθογγα χείλη του Αγίου. Έκαναν το ίδιο με τον μαθητή του Αναστάσιο και έπειτα τους κλείδωσαν πάλι στη φυλακή.
Αλλά ο Κύριος και Θεός, ο οποίος μωραίνει μεγάλους και από στόματα νηπίων και θηλαζόντων επαινείται το άγιό Του όνομα, έδωσε σε αυτούς τους αληθινούς και πιστούς δούλους Του και μάρτυρες τη δυνατότητα να μιλήσουν ακόμη και χωρίς τη γλώσσα, πιο καθαρά μάλιστα απ' ό,τι στο παρελθόν. Πόσο ντροπιάστηκαν οι δύστυχοι αιρετικοί, όταν το έμαθαν! Εξοργίστηκαν περισσότερο, έκοψαν το δεξί χέρι του Αγίου και το έριξαν στο έδαφος. Ακριβώς το ίδιο έκαναν και στον μαθητή του Αναστάσιο.
Απάλλαξαν δε τον άλλο μαθητή του, που ονομαζόταν Αναστάσιος κι αυτός, επειδή στο παρελθόν είχε χρηματίσει αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης και γραμματέας στους αυτοκράτορες.
Ύστερα οδήγησαν και τους δύο έξω από το Πραιτώριο και τους έσυραν σε ολόκληρη την πόλη. Τους κακομεταχειρίστηκαν και δεν δίστασαν να δείξουν κοροϊδευτικά τις ακρωτηριασμένες γλώσσες και τα χέρια τους σε όλους τους ανθρώπους, φωνάζοντας και χλευάζοντάς τους με ασεβή λόγια.
Μετά τους έστειλαν και τους τρεις πάλι στην εξορία τον καθέναν χωριστά, χωρίς άνθρωπο να τους φροντίζει, χωρίς τρόφιμα ρούχα και παπούτσια Καθ' οδόν υπέστησαν τόσα βάσανα, ώστε στο τέλος ο Άγιος Μάξιμος να μην μπορεί ούτε να καθίσει είτε σε άλογο είτε σε άλλο μεταφορικό μέσο. Οι στρατιώτες έφεραν ένα μεγάλο καλάθι, έβαλαν τον βασανισμένο γέροντα μέσα και κατάφεραν έτσι με μεγάλη δυσκολία να τον μεταφέρουν στην εξορία του.
Τον συνόδευσαν στην απόμακρη χώρα των Σκυθών, στην Αλανία, και τον φυλάκισαν στην πόλη Σχίμαρις. Ο άγιος μαθητής του, του οποίου η γλώσσα και το χέρι είχαν κοπεί, αναχώρησε από το πολυβασανισμένο σώμα του, ενώ ακόμα ήταν καθ' οδόν και η ψυχή του πέταξε προς τον Θεό και την αιωνιότητα.
Ο Άγιος Μάξιμος έζησε άλλα τρία χρόνια στην τελευταία εξορία του υφιστάμενος τα αυστηρότερα βασανιστήρια. Περιορισμένος σε μια φυλακή, δεν είχε καμία βοήθεια στα γηρατειά του, ούτε συμπονετική φροντίδα Όταν ο Κύριος θέλησε να βάλει τέλος στους πόνους και στις θλίψεις του, τον οδήγησε εκτός φυλακής στην αιώνια ελευθερία και στη χαρά της αιώνιας Βασιλείας. Πρώτα τον παρηγόρησε με μιά θεία επίσκεψη και μετά του ανήγγειλε την ώρα της κοίμησής του. Ο ευλογημένος μάρτυρας γέμισε με μεγάλη χαρά, αν και ήταν προετοιμασμένος για το τέλος του. Εντούτοις, άρχισε να προετοιμάζεται με ακόμη περισσότερο ζήλο. Όταν η ευλογημένη ώρα του θανάτου του ήρθε, παρέδωσε την ψυχή του με χαρά στα χέρια του Χριστού και Θεού μας, τον οποίον είχε αγαπήσει από τη νεότητά του και για τον οποίο είχε υποφέρει τόσο πολύ.
Έτσι ο ομολογητής και μάρτυρας του Χριστού ολοκλήρωσε την παιδαγωγία του σε αυτή τη ζωή και εισήχθη στη χαρά του Κυρίου του. Ενταφιάστηκε στην ίδια πόλη. Τότε τρία θαυμαστά φώτα φάνηκαν στον τάφο του, λάμποντας με μια φλόγα άφατη και απόκοσμη. Ο Άγιος, που ακτινοβολούσε με το παράδειγμα της αρετής του, την πολυβασανισμένη του ζωή και τον μεγάλο του ζήλο για τον Θεό, δεν έπαψε να λάμπει και μετά την κοίμησή του. Εκείνα τα τρία φώτα στον τάφο του Αγίου ήταν ένα σαφές σημάδι, ότι ο Άγιος του Θεού είχε λάβει τον κλήρο του στα ουράνια σκηνώματα και απολαμβάνει τη θεία χάρη του τρισυπόστατου φωτός.
Μετά την κοίμηση του Αγίου Μαξίμου, ο άλλος μαθητής του, ο αποκρισάριος Αναστάσιος, περιέγραψε λεπτομερώς τον βίο, τους αγώνες και τις δοκιμασίες του πατέρα και διδασκάλου του.
Από αυτή την περιγραφή, που είναι ικανοποιητική, έχει ληφθεί τούτη η βιογραφία, που σκοπό έχει να μας ωφελήσει, προς δόξαν της Αγίας Τριάδας, που δοξάζεται από τους Αγίους της, στους οποίους εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε τιμή, δόξα και λατρεία, τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
------------------------------------------------------
πηγή: "Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής", εκδ. Ιερά Καλύβη Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2010, σελ. 65-71.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου