ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ (10ον) 17 - 9 - 2021
Συνέχεια ἐκ τοῦ προηγουμένου …..
Τό τρίτο ἐφόδιο
πού πρέπει νά
ἔχῃ ὁ πιστός
προκειμένου νά προσέλθῃ
στήν Θεία Κοινωνία,
εἶναι «ἡ ἀγάπη».
Διά νά κατοικήσῃ
μέσα μας ὁ
Θεός πρέπει οἱ
καρδιές μας νά
φλογίζωνται ἀπό ἀγάπη
πρός ὅλους. Ἀγάπη
πρός τόν Θεό,
ἀγάπη πρός τόν
πλησίον, ἀγάπη πρός
τόν συνάνθρωπό μας,
ἀγάπη πρός τούς
ἐχθρούς μας. Ἔτσι
ἐφαρμόζομε καί τήν
ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ
ὁ ὁποῖος εἶπε: «ἐντολήν καινήν δίδωμι
ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους». Σᾶς παραδίδω
μία καινούργια ἐντολή
στήν ὁποίαν περικλύονται
ὅλες οἱ ἐντολές
πού εἶχα δώσει
εἰς τόν Μωϋσῆ
καί ἡ ὁποία
ἐντολή λέγει νά
ἀγαπᾶ ὁ ἕνας
τόν ἄλλον.
Καί πράγματι,
ἐάν ἐφαρμόζαμε στή
ζωή μας μόνο
αὐτή τήν ἐντολή,
σήμερον ἡ ἀνθρωπότης
θά εἶχε ἄλλη
ὄψη. Δέν θά
ὑπῆρχε ἡ φτώχεια
καί ἡ δυστυχία,
δέν θά ὑπῆρχε
τό κακό, δέν
θά ὑπῆρχαν οἱ πόλεμοι καί
ἡ ἀκαταστασία, δέν θά ὑπῆρχαν
τά ἑκατομμύρια τῶν
νόμων πού ρυθμίζουν
τίς σχέσεις τῶν
ἀνθρώπων. Τότε ἡ
γῆ θά εἶχε
μεταβληθῆ σέ ἕνα
ἐπίγειο Παράδεισο.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει:
«μηδείς
τῶν ἐχόντων ἐχθρόν
προσίτω τῇ ἱερᾷ
Τραπέζῃ καί δεχέσθω
τό Σῶμα τοῦ
Κυρίου. Ἔχεις ἐχθρόν;
Μή προσέλθῃς. Βούλει
προσελθεῖν; Καταλλάγηθι, καί
τότε ἅψαι τοῦ
ἱεροῦ».
Δηλαδή ὅποιος ἔχει
ἐχθρόν δέν πρέπει
νά πλησιάσῃ τήν
Ἱερή Τράπεζα καί
νά δεχθῇ τό Σῶμα τοῦ
Κυρίου. Ἔχεις ἐχθρόν
καί θέλεις νά
κοινωνήσῃς; Πήγαινε νά
συμφιλιωθῇς καί μετά
νά προσέλθῃς νά
κοινωνήσῃς.
Ἀλλά καί ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός
στήν ἐπί τοῦ
Ὄρους ὁμιλία Του
λέγει: «Ἐάν οὖν προσφέρῃς
τό δῶρο σου
ἐπί τό θυσιαστήριο
κἀκεῖ μνησθείς ὅτι
ὁ ἀδελφός σου
ἔχει τι κατά
σοῦ, ἄφες κἀκεῖ
τό δῶρο σου
ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου
καί ὕπαγε πρῶτον
καταλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ
σου καί τότε
ἐλθών πρόσφερε τό
δῶρο σου» (Ματθ.
ε, 23 - 24).
Καί στήν ἀρχή
τῆς ἀκολουθίας τῆς
Θείας Μεταλήψεως, διαβάζομε
τήν ἐξῆς προσευχήν:
«Μέλλων
φαγεῖν, ἄνθρωπε, σῶμα
Δεσπότου, φόβῳ πρόσελθε
μή φλεγῇς, πῦρ
τυγχάνει. Θεῖον δέ
πίνων αἷμα πρός
μετουσίαν, πρῶτον καταλλάγηθι
τοῖς σέ λυποῦσιν, ἔπειτα
μυστικήν βρῶσιν φάγε».
Ὅταν πρόκειται,
λέγει, χριστιανέ νά
πλησιάσῃς τό Ἅγ.
Ποτήριο καί νά
κοινωνήσῃς τό Σῶμα
τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ,
νά προσέλθῃς μέ
μεγάλη προσοχή καί
φόβο γιά νά
μήν καῇς, διότι
ἡ Θ. Κοινωνία
εἶναι φωτιά. Ὅταν
πρόκειται νά πιῇς
ἀπό τό Θεῖο
Αἷμα, γιά νά
ἑνωθῇς μετά τοῦ
Χριστοῦ, προηγουμένως νά
συμφιλιωθῇς μέ αὐτούς
πού σέ ἔχουν
λυπήσει, ἔπειτα μέ
θάρρος καί παρρησία
πλησίασε νά κοινωνήσῃς.
Γιαὐτό τήν
προηγουμένη μέρα τῆς
Κοινωνίας μας νά
συνηθίσωμε νά ζητοῦμε
συγγνώμη ἀπό τούς
οἰκείους μας, τούς
γονεῖς μας, τά
ἀδέλφια μας, τόν
ἤ τήν σύζυγόν
μας, τούς γείτονας
μέ τούς ὁποίους
ἴσως ἔχομε πικρανθῆ
(τίς περισσότερες φορές
γιά ἀσήμαντες ἀφορμές)
καί ἀπό ὅποιον
ἄλλον μᾶς ἔχει
λυπήσει.
Ἀπαιτεῖται
νά δείχνωμε μεγάλη
προσοχή στό θέμα
τῆς Θείας Κοινωνίας
μας. Μή θεωροῦμε
πολύ ἁπλό τό
θέμα τοῦτο. Μήν
πλησιάζομε ἀπό συνήθεια
ἤ ἐπειδή οἱ
ἡμέρες τό καλοῦν,
τό Ἅγιο Ποτήριο, ἐάν
δέν ἔχωμε περάσει
προηγουμένως ἀπό τό
λουτρό τῆς μετανοίας
καί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἡ
Ἱερά Ἐξομολόγησις, ὅπως
λέγουν οἱ Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας μας,
εἶναι τό δεύτερο
Βάπτισμα μέ τό
ὁποῖο ἐξαλείφονται τά
ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε
ἀπό τή Βάπτισή
μας καί μετά.
Μέ καθαρή καί
λευκοφορεμένη ψυχή νά
προσερχώμεθα στό Ἅγιο
Ποτήριο διότι μόνον
τότε παραμένει μέσα
μας ὁ Χριστός
καί μᾶς ἁγιάζει,
μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς
ἐνδυναμώνει, μᾶς θωρακίζει
καί μᾶς προσυλάσσει
ἀπό τούς διαφόρους
κινδύνους.
Διαβάζομε στό
Γεροντικό σχετικά μέ τήν προετοιμασία
γιά νά μετέχωμε
στό μυστήριο τῆς
Θείας Εὐχαριστίας. Ἕνας
ἅγιος Ἐπίσκοπος, ὅταν
ἔβγαινε στήν Ὡραῖα
Πύλη γιά νά
κοινωνήσῃ τό λαό,
ἔβλεπε νά πλησιάζουν
μερικοί μέ κατάμαυρο
πρόσωπο ἤ μέ
ἐξογκωμένα μάτια. Αὐτοί,
μόλις ἔπαιρναν τά
ἄχραντα μυστήρια, καιγόταν.
Ἄλλοι ὅμως
πλησίαζαν μέ ὁλόλευκα
φορέματα καί φωτεινό
πρόσωπο καί ἔπαιρναν
τό σῶμα τοῦ
Κυρίου μέ προσοχή
καί εὐλάβεια. Αὐτούς
ἡ Θεία Κοινωνία
τούς λάμπρυνε περισσότερο.
Ὁ Ἐπίσκοπος
παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ
ἐξηγήσῃ αὐτό τό
μυστήριο. Τότε παρουσιάστηκε
ὁ ἄγγελος Κυρίου
καί τοῦ εἶπε:
«Ὅσοι κοινωνοῦν μέ
λαμπρό πρόσωπο καί
λευκή στολή, εἶναι
ἁγνοί καί καθαροί,
δίκαιοι καί σπλαχνικοί.
Αὐτοί πλησιάζουν μέ
καθαρή συνείδηση, γιαὐτό
καί τούς ἐπισκιάζει
ἡ Θεία Χάρη».
Ἀντίθετα ὅσοι
φαίνονται κατάμαυροι, εἶναι
βυθισμένοι στόν βοῦρκο.
Ὅσοι ἔχουν ἐρεθισμένα
καί ἐξογκωμένα μάτια,
εἶναι πονηροί καί
ἄδικοι, φθονεροί καί
ἄπληστοι. Αὐτοί ὄχι
μόνον δέν ὡφελοῦνται
ἀπό τήν Θεία
Κοινωνία, ἀλλά καταδικάζονται, γιατί
τολμοῦν νά πλησιάσουν
μέ ἔνοχη συνείδηση,
χωρίς μετάνοια καί
προετοιμασία.
Ἀπό τότε
ὁ ἐνάρετος Ἐπίσκοπος
κήρυξε μετάνοια στό
ποίμνιό του καί
ἐμπόδιζε τούς ἀνάξιους
ἀπό τήν Θεία
Κοινωνία.
Κρατών λοιπόν ὁ
λειτουργός στό ἀριστερό
του χέρι τό
Ἅγιο Ποτήριο καί στό
δεξιό τήν Ἁγία
Λαβίδα, μεταδίδει εἰς
τούς πιστούς τό
Σῶμα καί τό
Αἷμα τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ. Τήν παλαιά
ἐποχή οἱ πιστοί
κοινωνοῦσαν πρῶτα τόν
Ἅγιον Ἄρτον, τοῦ
ὁποίου μερίδα ἔθετε
ὁ λειτουργός στήν
παλάμη τῆς δεξιᾶς
χειρός ἑκάστου, ὑποβασταζομένης ὑπό
τῆς ἀριστερᾶς καί
ἔπειτα ἀπό τό
Ἅγιο Ποτήριο. Ἐκοινώνουν
μάλιστα οἱ πιστοί
ἐντός τοῦ Ἱεροῦ
Βήματος καί κοντά
στήν Ἁγία Τράπεζα.
Ἀπό τά
μέσα τοῦ 4ου
αἰῶνος ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος
ὥρισεν εἰς τόν 19ον κανόνα
αὐτῆς ὅπως μόνον
οἱ κληρικοί νά
κοινωνοῦν ἐντός τοῦ
Ἱεροῦ Βήματος. Κοινωνοῦσαν
ὅλοι χωριστά τοῦ
σώματος καί χωριστά
τοῦ αἵματος, ἐκτός
ἀπό τά νήπια
καί ἀπό ἐκείνους
πού εὑρίσκοντο σέ ἀδυναμία.
Ὁ Θεόδωρος
Μοψουεστίας μαρτυρεῖ σέ
μία ἀπό τίς
Κατηχήσεις του: «Οἱ
προσερχόμενοι πιστοί ἔκτεινον
ἀμφοτέρας τάς χεῖρας
διακηρύττοντας οὕτω τό
μέγεθος τοῦ δώρου,
τοῦ ὁποίου τό
ἀνεκτίμητον βάρος δέν
ἀρκοῦσε νά τό βαστάσῃ ἡ
μία χεῖρα μόνη
της. Καί ὅταν
ὁ κοινωνός πλησίαζε
πρός τόν λειτουργόν,
συνείνωνε ἀμφοτέρας τάς
χείρας θέτων τήν
ἀριστεράν κάτωθι τῆς
δεξιᾶς. Κοιλαίνων δέ
τήν δεξιάν παλάμην,
ποιῶν οὕτω αὐτήν
θρόνον, ἐφ’ οὗ θά ὑπεδέχετο τόν
μέγα Βασιλέα, παρελάμβανε
τόν πολύτιμον μαργαρίτην».
Ἐπί πολλούς
αἰῶνας ἐπεκράτησε ἡ
χωριστή Κοινωνία τοῦ
Σώματος καί Αἵματος.
Ἐπειδή ὅμως μέ τήν πάροδον
τοῦ χρόνου, ἡ
εὐλάβεια τῶν πιστῶν
πρός τό μυστήριο
ἀτόνησε καί δέν
ἐδίδετο ἡ δέουσα
προσοχή καί ἐπειδή
ἐθεωρεῖτο ἀσεβής βεβήλωσις
τό νά πίπτῃ
κάτω ἔστω καί
ἕνα ἀπειροελάχιστο ψιχίον
τοῦ Σώματος ἤ
σταγών ἐκ τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
καθιερώθηκε ὁ σημερινός
τρόπος μεταδόσεως τῆς
Θείας Κοινωνίας στούς
πιστούς.
Τό νά
παραδίδεται ὁ ἅγιος
ἄρτος εἰς χεῖρας
τοῦ κοινωνοῦντος πιστοῦ
προϋποθέτει ὅτι πρέπει
νά ἔχῃ τήν
συναίσθησιν, τί πολύτιμον
μαργαρίτην βαστάζει στά
χέρια του, ὥστε
νά μήν ἰσχύῃ
δι’ αὐτόν ἡ ἀπαγόρευσις
τοῦ Κυρίου: «Μή δῶτε
τόν ἅγιον τοῖς
κυσί, μηδέ βάλητε
τούς μαργαρίτας ὑμῶν
ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ,6).
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ὅτι
τήν ὥρα πού
ἀνοίγουν τά βημόθυρα
(ἡ Ὡραία Πύλη) καί ὁ
λειτουργός μέ τό
Ἅγιο Ποτήριο στά
χέρια λέγει τό: «Μετά φόβου Θεοῦ» πρέπει
νά βλέπωμε πώς
ἀνοίγει ὁ οὐρανός.
«Ὅταν
ἴδῃς ἀνελκόμενα τά
ἀμφίθυρα, τότε νόμισον
διαστέλλεσθαι τόν Οὐρανόν
ἄνωθεν». Ὅταν θά
δῇς νά ἀνοίγῃ
ἡ Ὡραία Πύλη,
τότε νά νομίζῃς
ὅτι ἀνοίγει ὁ
Οὐρανός καί ἔρχεται
ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός καί σέ
προσκαλεῖ. Πλησιάζων ὁ
πιστός τό Ἅγιο
Ποτήριο κλίνει τήν
κεφαλήν καί ποιεῖ
τό σημεῖον τοῦ
σταυροῦ μέ εὐλάβεια
πολλή ἔχων πάντα
κατά νοῦν, ὅτι
πλησιάζει τόν δημιουργόν
του μέ τόν
ὁποῖον ἐντός ὁλίγον
θά ἑνωθῇ.
Καί μεταδίδων
ὁ λειτουργός τήν
Ἁγία Κοινωνία εἰς
τόν πιστόν λέγει:
«μεταλαμβάνει ὁ
δοῦλος του Θεοῦ
...... τό σῶμα
καί τό αἷμα
τοῦ Κυρίου καί
Θεοῦ καί Σωτῆρος
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
εἰς ἄφεσίν σου
ἁμαρτιῶν καί εἰς
ζωήν αἰώνιον, Ἀμήν».
Ὁ λειτουργός
μεταδίδοντας τό Πανάγιον Σῶμα
καί Αἷμα τοῦ
Κυρίου στόν πστό,
τόν ὀνομάζει μέ
τό ὄνομά του.
Μέ τό ὄνομα
πού τοῦ δόθηκε
ὅταν ἔγινε υἱός
Θεοῦ κατά χάριν,
ὅταν βαπτίσθηκε εἰς
τό ὄνομα τοῦ
Πατρός καί τοῦ
Υἱοῦ καί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ στιγμή
τῆς Θείας Κοινωνίας
εἶναι ἡ στιγμή
τῆς προσωπικῆς μας
συναντήσεως μέ τόν
Κύριον. Μέ τό
στόμα τοῦ λειτουργοῦ
ὁ καλός Ποιμήν,
ὁ Χριστός, «τά ἴδια
πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα». (Ἰω.ι,3).
Τά πρόβατα τόν
πλησιάζουν καί δέχονται
ἀπό τά Πανάγια
χέρια του τήν
ἀφθαρτίζουσα τροφή, τήν
τροφή ἡ ὁποία
τούς ἀφθαρτοποιεῖ.
Συνεχίζεται …………. π.Μ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου