(π. Γεώργιος Χάας)
Ψάχνοντας κανείς τόσο στήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί στά Πατερικά συγγράµµατα δέν βρίσκει σχεδόν τίποτα γιά τό θέµα τῆς καλοκαιρινῆς παύσεως ἀπό βιοποριστικές δραστηριότητες.
Αὐτή εἶναι ἡ µία πραγµατικότητα. Ἡ ἄλλη ὡστόσο εἶναι, ὅτι ὅλοι µας αἰσθανόµαστε πλέον τήν ἀνάγκη ξεκούρασης καί ἀλλαγῆς περιβάλλοντος. Αὐτή ἡ ἀνάγκη εἶναι περίπου συνοµήλικη µέ τήν υἱοθέτηση ἑνός “Εὐρωπαϊκοῦ” τύπου ζωῆς, µέ συνθῆκες ἀφύσικες καί µισάνθρωπες. Ἀνθρωποκεντρικές καί συνάµα µισάνθρωπες, ἤ µᾶλλον ἀτοµοκεντρικές. Στηριζόµαστε σχεδόν ἀποκλειστικά στόν ἑαυτό µας, στό Ἐγώ µας, καί ξεχάσαµε τό ἐµεῖς. Κατά κύριον λόγον ξεχάσαµε τόν Χριστόν καί τούς Ἁγίους Του, τούς ὁποίους δεχόµαστε ἀποκλειστικά ὡς βοηθούς στίς δυσκολίες µας, ἀλλά σέ καµία περίπτωση ὡς φωτεινούς ὁδοδεῖκτες στίς καθηµερινές ἐπιλογές καί δραστηριότητές µας. ‘Επειδή ἡ υἱοθέτη ση αὐτοῦ τοῦ “προοδευτικοῦ” τρόπου ζωῆς ἔγινε σταδιακά καί κορυφώνεται τά τελευταῖα χρόνια, παρατηροῦµε, ὅτι ὅσο νεώτεροι εἶναι οἱ ἄνθρωποι στήν ἡλικία, τόσο πιό κουρασµένοι εἶναι, µερικοί δέ ὁµοιάζουν σχεδόν παράλυτοι, µή ἔχοντες κουράγιο γιά ὁτιδήποτε.
Ἡ κόπωση καί κούραση ἀνήκουν στά ἀδιάβλητα πάθη τῆς µεταπτωτικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐργασία χωρίς κούραση ὑπῆρχε µόνο στόν Παράδεισο: «Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γεν. 2,15).
Ἅµα τῇ παρακοῇ ἄλλαξαν τά πράγµατα. Ὅπως ἄλλαξαν σ΄ ὅλους τούς τοµεῖς, ἔτσι καί στήν ἐργασία, ἡ ὁποία ἀπό ἀπόλαυση ἔγινε ἀναγκαία γιά τήν διατήρηση στήν ζωή καί κόπος: «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου» (Γεν. 3,19).
Πλέον ἡ ἐργασία ἔχει σκοπό τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων πρός τό ζεῖν: «Ὁ ἐργαζόµενος τήν ἑαυτοῦ γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δέ διώκων σχόλην πλησθήσεται πενίας» (Παροιµ. 28,19). Ἡ µεταπτωτική ἐργασία προκαλεῖ κόπωση καί δέν µπορεῖ νά εἶναι ἀκατάπαυστη. Ἡ δέ ἡµέρα τῆς κατάπαυσης ἀπό βιοποριστικές ἐργασίες καί ἀνάπαυσης γιά τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο ἔχει σκοπό να µᾶς θυµίση τήν προτέρα κατάστασή µας καί νά ὑµνήσουµε τόν Κύριον καί νά ζητήσουµε τό ἔλεός Του: «Μνήσθητι τήν ἡµέραν τῶν Σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. Ἕξ ἡµέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου, τῇ δέ ἡµέρᾳ τῇ ἑβδόµῃ Σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἐξ. 20,9-10).
Τήν θέση τοῦ Ἑβραϊκοῦ Σαββάτου πῆρε ἡ πρώτη καί συγχρόνως ἑβδόµη ἡµέρα, ἡ ἡµέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Κυριακή. Ἄρα οἱ ἀργίες τῶν Κυριακῶν καί τῶν µεγάλων Δεσποτικῶν καί Θεοµητορικῶν ἑορτῶν ὑπηρετοῦν πρωτίστως τήν δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν Κύριον καί Θεόν µας, καί κατά δεύτερη σειρά τήν ξεκούρασή µας.
Ὁ φυσικός χρόνος τῆς ξεκούρασης καί τῆς ἀνάπαυσης εἶναι ἡ νύχτα: «Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπί τό ἔργον αὐτοῦ καί ἐπί τήν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας» (Ψαλµ. 103,23).
Δυστυχῶς ὅµως ὅλα ἄλλαξαν: Ὁ χρόνος, ὁ τρόπος, τό ἀντικείµενο καί οἱ συνθῆκες τῆς ἐργασίας . Καί ὅλα αὐτά τά “κατορθώµατα” δηµιουργοῦν ἄγχος, ἀπό τό ὁποῖο θέλει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά ξεφύγη, ἔστω γιά ἕνα µικρό χρονικό διάστηµα.
Ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος περιγράφει καί τίς δυσκολίες ἀπό τήν καλοκαιρινή ζέστη καί τόν πόθο γιά ξεκούραση, ἦταν ὁ ἐπικός ποιητής Ἡσίοδος στά «Ἔργα καί Ἡµέραι». Γράφει (σέ µετάφραση)(1):
«Κι΄ ὅταν τό γαϊδουράγκαθο βγάνη τό λουλούδι του καί τό λαλό τζιτζίκι καθισµένο στό δένδρο χύνη κάτου ἀπό τά φτερά του ἀδιάκοπα τό λιγερό τραγούδι του, εἶναι τότε τοῦ κοπιαστικοῦ καλοκαιριοῦ ἡ ὥρα» (στιχ. 582-584). Προηγεῖται βέβαια ἡ κοπιαστική ἐργασία τοῦ θερισµοῦ: «Τόν καιρό τοῦ θερισµοῦ, ὅταν ὁ ἥλιος σκληραίνει τό δέρµα, ἀπόφευγε τό καθησιό στή σκιά καί τόν πρωϊνό τόν ὕπνο. Τότε πρέπει νά κάνης γρήγορα καί νά κουβαλᾶς τόν καρπό στό σπίτι σου, σηκωµένος ἀπό τό χάραµα, γιά νά εὶναι σου τό βιός ἀσφαλισµένο. Ἡ Αὐγή κόβει τό ἕνα τρίτο ἀπό ὅ, τι µπορεῖ νά κάµη κανείς γιά µιά µέρα, ἡ Αὐγή κάνει νά προκόβη κανείς καί στό δρόµο καί στή δουλειά, ἡ Αὐγή, πού µόλις φανῆ, τόσους ἀνθρώπους ρίχνει ξαφνικά στούς δρόµους, καί στά λαιµά τόσων βωδιῶν τούς ζυγούς βάζει» (στιχ. 574-581)
Μετά ἀπό ὅλην τήν κοπιαστική διαδικασία ὁ Ἡσίοδος ἐκφράζει τόν πόθο του γιά ξεκούραση: «Τότε οἱ γίδες εἶναι ὅσο παίρνει παχειές, τό κρασί θαυµάσιο, πιό φλογερές ἀπ΄ ἄλλοτε εἶναι οἱ γυναῖκες τότε, κι΄ ἀπ΄ τήν ἄλλη πιό νευροκοµµένοι οἱ ἄνδρες, γιατί τούς καίει τότε ὁ Σείριος τό κεφάλι καί τά γόνατα, καί ἡ κάψα τό κορµί τους µαραζώνει. Τότε, αὐτό πού θἄθελα, νά ἔχω τόν ἴσκιο τό χοντρό ἑνός βράχου, κρασί ἀπό ἀµπέλι βύβλινο, ψωµί µουσκεµένο, γάλα ἀπό γίδα πού ἔκοψε τό βύζασµα καί κρέας ἀπό δάµαλα, πού ἔχει στό λειβάδι τρώγοντας χορτάσει, ἤ ἀπό ρίφια πρωτογέννητα. Καί ἀπό πάνω νά πίνω τό κρασάκι, καθισµένος στόν ἴσκιο, νά χορτάση ἡ καρδιά µου τό φαΐ, γυρίζοντας τό πρόσωπο κατά τό δροσερό τό φύσηµα τοῦ Ζεφύρου. Καί ἀπό πηγή τρεχούµενου καί ἀδιάκοπου νεροῦ, πού δέν θολώνει,νά παίρνω καί νά χύνω τρία νεροῦ καί ἕνα κρασιοῦ, τό τέταρτο» (στιχ. 585-596). Αὐτή τήν ἀπόλαυση δέν ἐπιθυµεῖ µόνο γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά ὅλους, ὅσοι προηγουµένως κοπίασαν: «Καί ὕστερα τούς ὑπηρέτες σου ἄφησε νά ξεκουράσουν τά γόνατα καί λύσε καί τά βώδια σου» (στιχ. 607-608).
Αὐτά -πού, ὅπως µᾶς λέγει, θά ἤθελε ὁ Ἡσίοδος - συµπίπτουν σέ µεγάλο βαθµό µέ αὐτά πού αἰσθανόµαστε κι΄ ἐµεῖς ὡς ἀνάγκη. Ἡ καλοκαιρινή ἄδεια µᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ζοῦµε γιά ἕνα µικρότερο ἤ µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα µιά ζωή διαφορετική, µιά ζωή χωρίς τόν θόρυβο, τό ἄγχος καί τό τσιµεντένιο τοπίο τῆς πόλεως, χωρίς τά πολλά ἐπιτεύγµατα τῆς τεχνολογίας, µιά ζωή πού µᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά βλέπουµε µέ ἄλλα µάτια τή δηµιουργία τοῦ Θεοῦ καί νά χαροῦµε τά ἁπλᾶ δῶρα Του.
Μιά πρόσφατη µελέτη γιά τή µακροζωΐα τῶν κατοίκων τῆς Ἰκαρίας(2) τονίζει ἰδιαίτερα τήν σωµατική δραστηριότητα, τήν οἰκογενειακή εὐτυχία, τήν σωστή διατροφή καί τήν ἀπουσία ἄγχους ὡς αἰτίες τῆς µακροζωϊας. Καί µεταξύ ἄλλων παραπέµπει σέ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σάµου, Ἰωσήφ Γεωργιρήνη, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε τό 1677 στό Λονδίνο. Γράφει ἐκεῖ: «Τά πλέον ἀξιοσηµείωτα πράγµατα τῆς νήσου αὐτῆς εἶναι ὁ ἀήρ καί τό ὕδωρ, τά ὁποῖα εἶναι τόσο ὑγιεινά, ὥστε νά καθιστοῦν τούς κατοίκους πολύ µακρόβιους. Εἶναι, ἑποµένως, πολύ συνηθισµένο τό φαινόµενον νά συναντήση κανείς εἰς αὐτήν ἀνθρώπους ἑκαντοντούτεις, πρᾶγµα πού εἶναι πολύ ἐκπληκτικό, ὅταν λάβη κανείς ὑπ΄ ὄψιν τήν σκληραγωγηµένην ζωήν πού διάγουν.... Νερώνουν τόν οἶνον κατά τό ἕν τρίτον.... Ἡ δίαιτά τους εἶναι πτωχή, ὅµως τά σώµατά τους εἶναι εὔρωστα καί σκληραγωγηµένα. Καί ζοῦν ὡς νά πιστεύουν ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπιζήσουν µέχρι τῆς ἑποµένης ἡµέρας. Εὐχαριστηµένοι πού κατορθώνουν νά ἀντιµετωπίσουν τίς στοιχειώδεις ἀνάγκες τῆς ἡµέρας. ... Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς µικρῆς νήσου, τῆς πτωχοτέρας καί ὅµως τῆς εὐτυχεστέρας ἀπό ὅλες τίς ἄλλες τοῦ Αἰγαίου Πελάγους». (σελ. 24). Βλέπουµε τίς ὁµοιότητες µέ τήν περιγραφή τοῦ Ἡσιόδου.
Νά κάνουµε λοιπόν διακοπές, νά ζοῦµε λίγο χωρίς ἄγχος, νά χαιρόµαστε ὅλα αὐτά, στά ὁποῖα στήν καθηµερινότητα δέν δίνουµε τήν δέουσα προσοχή. Ἀλλά ὅλα αὐτά µέ προϋποθέσεις. Οὔτε ἡ ἐπαρχία ἔχει µόνο καλά οὔτε ἡ πόλη µόνο κακά. Τό ζητούµενο εἶναι νά ἀλληλοβοηθηθοῦµε. Ὅλοι µαζί νά ζοῦµε κοντά στή φύση καί κυρίως στόν Δηµιουργό της. Νά ζοῦµε ὅλοι σκηνές, ὅπως τίς περιγράφουν ὁ Παπαδιαµάντης καί ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου γιά παράδειγµα στά ἑορτάζοντα ἐξωκκλήσια. Μή παρασυρθοῦµε ἀπό τά γύφτικα πανηγύρια, µέ τά γκαρίσµατα τῶν αὐτοκλήτων καί αὐτοδιοριζοµένων ψαλτῶν, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές κάνουν κατάληψη τοῦ ἀναλογίου παραβιάζοντες ἄλλους εὐσεβεῖς καί ταλαντούχους, µέ τήν ἰσοπέδωση κάθε ἱεροῦ καί ὁσίου, καί πολλές φορές καί µέ τήν κατάλυση τῶν νηστειῶν.
Ἐκεῖ, ὅπου πᾶµε, νά ἐκµεταλλευτοῦµε τήν ἔλλειψη ἄλλων ὑποχρεώσεων γιά νά ἐκκλησιαστοῦµε καί νά βοηθήσουµε µέ τό παράδειγµά µας τούς χωρικούς, ἀλλά καί τούς Ἱερεῖς, γιά τούς ὁποίους εἶναι µεγάλη παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση τό νά τελέσουν τίς καθηµερινές ἀκολουθίες καί τίς Θ. Λειτουργίες µέ τήν παρουσία πιστῶν καί ὄχι µόνο µέ κενά στασίδια.
Κλείνουµε µέ µιά τροποποίηση ἑνός λαϊκοῦ τραγουδιοῦ: Στήν ξεκούραση λέµε ναί, ὄχι στό ξεσάλωµα, ναί στό φαϊ, ὄχι στήν ἀκράτεια, στήν ψυχαγωγία λέµε ναί, ὄχι στό ξενύχτι, ναί στήν Πανήγυρη, ὄχι στό πανηγύρι.
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!
--------------------------------------------
Ὑποσηµειώσεις:
(1). Ἡσίοδος, Ἔργα καί Ἡµέραι, Βιβλιοθήκη Ἀρχαίων Συγγραφέων, Μετφρ. Παναγῆ Λεκατσᾶ, Ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθῆναι 1941
(2). Παναγιώτα Πιέτρη καί Χριστόδουλος Στεφανάδης στό περιοδικό «στούς ρυθµούς της καρδιάς», τεύχος 268, Μάρτιος/Απρίλιος 2018, Εκδ. Ελληνικού Ιδρύµατος Καρδιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου