Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα και δείτε φωτογραφίες από την λιτάνευση του Επιταφίου μας

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ
Κάντε "κλικ" στην εικόνα

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Πρώτη (Α΄) Εκατοντάδα Κεφαλαίων περί Αγάπης


(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού)

 1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιά ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τήν κάνει νά μήν προτιμᾶ κανένα ἀπό τά ὄντα περισσότερο ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά φτάσει ν' ἀποκτήσει σταθερά αὐτή τήν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθή κλίση σέ κάτι ἀπό τά γήινα.

2. Τήν ἀγάπη τή γεννᾶ ἡ ἀπάθεια· τήν ἀπάθεια τή γεννᾶ ἡ ἐλπίδα στό Θεό· τήν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία. Αὐτές τίς γεννᾶ ἡ καθολική ἐγκράτεια· τήν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· τό φόβο τοῦ Θεοῦ τόν γεννᾶ ἡ πίστη.



3. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβάται τήν κόλαση. Κι ἐκεῖνος πού φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη. Ἐκεῖνος πού ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει ὅσα θλίβουν. Ἐκεῖνος πού ὑπομένει ὅσα θλίβουν, θά ἀποκτήσει τήν ἐλπίδα στό Θεό. Ἡ ἐλπίδα στό Θεό ἀπομακρύνει τό νοῦ ἀπό κάθε ἐμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί ὅταν χωριστεί ἀπό αὐτήν ὁ νοῦς, θά ἀποκτήσει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.

4. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τό Θεό, πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματά Του προτιμᾶ τή γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.

5. Ἄν ὅλα τά ὄντα ἔγιναν ἀπό τό Θεό καί γιά τό Θεό, καί ὁ Θεός εἶναι καλύτερος ἀπό τά δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος πού ἐγκαταλείπει τό Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερο τά δημιουργήματα ἀπό τό Θεό.

6. Ἐκεῖνος πού ἔχει προσηλωμένο τό νοῦ του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τά ὁρατά, καί τό σῶμα του ἀκόμη, σάν νά εἶναι ξένο.

7. Ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, καί ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τόν κόσμο ὁ Δημιουργός Θεός, ἐκεῖνος πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τόν κόσμο ἀπό τό Θεό πού τόν δημιούργησε, αὐτός δέ διαφέρει διόλου ἀπό αὐτούς πού λατρεύουν τά εἴδωλα.

8. Ἐκεῖνος πού χώρισε τό νοῦ του ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή θεωρία, καί τόν ἔχει δεμένο σέ κάποιο ἀπό τά αἰσθητά, αὐτός εἶναι πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τά κτίσματα ἀπό τό Θεό πού τά δημιούργησε.

9. Ἄν ἡ ζωή τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμός πού δίνει ἡ πνευματική γνώση, κι αὐτόν τόν γεννᾶ ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, ὀρθά ἔχει λεχθεῖ πώς δέν εἶναι τίποτε πιό μεγάλο ἀπό τή θεῖα ἀγάπη.

10. Ὅταν μέ τόν ἔρωτα τῆς ἀγάπης ὁ νοῦς μεταβαίνει πρός τό Θεό, τότε δέν ἔχει διόλου αἴσθηση γιά κανένα ἀπό τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο καί ἄπειρο φῶς, γίνεται ἀναίσθητος γιά ὅλα τά κτίσματα, ὅπως τά μάτια δέν βλέπουν τά ἄστρα ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.

11. Ὅλες οἱ ἀρετές βοηθοῦν τό νοῦ γιά νά ἀποκτήσει τόν θεῖο ἔρωτα, περισσότερο ὅμως ἀπ' ὅλες ἡ καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αὐτήν ὁ νοῦς παίρνει φτερά καί πετᾶ πρός τό Θεό, καί βγαίνει ἔξω ἀπό ὅλα τά ὄντα.

12. Ὅταν ὁ νοῦς ἀρπαχθεῖ μέσω τῆς ἀγάπης ἀπό τή θεῖα γνώση, καί ἀφοῦ βρεθεῖ ἔξω ἀπό τά ὄντα, αἰσθάνεται τήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ· τότε, ὅπως συνέβη στόν Ἡσαΐα, ἀπό τήν ἔκπληξη ἔρχεται σέ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια τοῦ προφήτη: «"Ὤ ἐγώ, ὁ ἄθλιος, τί συντριβή νιώθω! Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχω χείλη ἀκάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού ἔχει χείλη ἀκάθαρτα κατοικώ, εἶδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριο Σαββαώθ»(1).

13. Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπήσει καί κάθε ἄνθρωπο σάν τόν ἑαυτό του, ἄν καί τόν δυσαρεστοῦν τά πάθη ἐκείνων πού δέν ἔχουν ἀκόμη καθαριστεῖ. Γι' αὐτό καί χαίρεται μέ ἀμέτρητη καί ἀνέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.

14. Ἀκάθαρτη εἶναι ἡ ψυχή πού εἶναι γεμάτη ἀπό κακούς λογισμούς, ἀπό ἐπιθυμία καί μίσος.

15. Ἐκεῖνος πού βλέπει καί ἴχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, πρός ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιά ὁποιοδήποτε φταίξιμό του, εἶναι ἐντελῶς ξένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό δέν ἀνέχεται διόλου τό μίσος κατά τοῦ ἀνθρώπου.

16. «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ —λέει ὁ Κύριος— θά τηρήσει τίς ἐντολές Μου(2). Καί ἡ δική Μου ἐντολή εἶναι νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν άλλο(3)». Ἄρα λοιπόν ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, δέν τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πού δέν τηρεῖ τήν ἐντολή, οὔτε τόν Κύριο μπορεῖ νά ἀγαπήσει.

17. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού μπορεῖ νά ἀγαπήσει κάθε ἄνθρωπο στόν ἴδιο βαθμό.

18. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό ἤ πρόσκαιρο.

19. Μακάριος ὁ νοῦς πού προσπέρασε ὅλα τά ὄντα καί ἀπολαμβάνει συνεχῶς τήν θεῖα ὡραιότητα.

20. Ἐκεῖνος πού φροντίζει γιά τή σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα ἔχει μνησικακία πρός τόν πλησίον του, αὐτός λατρεύει τήν κτίση ἀντί τοῦ Δημιουργού(4).

21. Ἐκεῖνος πού διατηρεῖ τό σῶμα του γερό καί μακριά ἀπό ἡδονές, τό ἔχει σύνδουλό του γιά νά ὑπηρετεῖ τά πνευματικά.

22. Ὅποιος ἀποφεύγει ὅλες τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, κάνει τόν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό κάθε κοσμική ὑλικότητα.

23. Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, ἀγαπᾶ δίχως ἄλλο καί τόν πλησίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φυλάει χρήματα· τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τά μοιράζει σ' ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.

24. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μιμούμενος τό Θεό, δέν κάνει διάκριση καλοῦ καί κακοῦ, δικαίου καί ἀδίκου στά ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς, ἀλλά μοιράζει ἴδια σέ ὅλους κατά τίς ἀνάγκες τους, ἄν καί προτιμᾶ γιά τήν ἀγαθή του προαίρεση τόν ἐνάρετο ἀπό τόν κακό.

25. Ὁ Θεός, ἐκ φύσεως ἀγαθός καί ἀπαθής, ὅλους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλά τόν ἐνάρετο τόν δοξάζει ἐπειδή ἀποκτᾶ καί τή γνώση, ἐνῶ τόν κακό ἄνθρωπο, τόν ἐλεεῖ λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του, καί παιδεύοντάς τόν σ' αὐτόν τόν κόσμο, τόν φέρνει σέ μετάνοια καί διόρθωση. Ἔτσι καί ὁ καλοπροαίρετος καί ἀπαθής ἄνθρωπος, ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου. Τόν ἐνάρετο καί γιά τήν ἀνθρώπινη φύση του, καί γιά τήν καλή του προαίρεση· τόν κακό τόν ἐλεεῖ καί σάν συνάνθρωπό του, καί ἀπό συμπάθεια, ἐπειδή ὡς ἀνόητος βαδίζει στό σκοτάδι.

26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τήν παροχή χρημάτων, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή μετάδοση λόγου καί μέ τή σωματική διακονία.

27. Ἐκεῖνος πού ἀπαρνήθηκε εἰλικρινά τά κοσμικά καί ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη ἀπροσποίητη τόν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπό κάθε πάθος καί μετέχει στή θεῖα ἀγάπη καί γνώση.

28. Ἐκεῖνος πού ἔκανε κτήμα του τή θεία ἀγάπη, δέν κουράζεται νά ἀκολουθεῖ συνέχεια τόν Κύριό του(5), ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλά ὑπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καί ὕβρη, χωρίς νά σκέφτεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.

29. Ὅταν σέ προσβάλει κανένας ἤ σ' ἐξευτελίσει σέ κάτι, τότε φυλάξου ἀπό τούς λογισμούς τῆς ὀργῆς, μήπως μέ τή λύπη σέ χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη καί σέ μεταφέρουν στή χώρα τοῦ μίσους.

30. Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδή κάποιος σέ πρόσβαλε ἤ σέ ντρόπιασε, νά ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ· μέ τό ντρόπιασμα βγῆκε ἀπό μέσα σου ἡ κενοδοξία.

31. Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δέν ζεσταίνει τό σῶμα, ἔτσι πίστη χωρίς ἀγάπη δέν φέρνει στήν ψυχή τόν φωτισμό τῆς γνώσεως.

32. Ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου ἑλκύει τό ὑγιές μάτι, ἔτσι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ φυσικῶς τόν καθαρό νοῦ στόν ἑαυτό της μέ τήν ἀγάπη.

33. Νοῦς καθαρός εἶναι ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἄγνοια καί καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο φῶς.

34. Ψυχή καθαρή εἶναι ἐκείνη πού ἐλευθερώθηκε ἀπό τά πάθη καί εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα μέ τή θεῖα ἀγάπη.

35. Πάθος ἀξιοκατηγόρητο, εἶναι μιά κίνηση τῆς ψυχῆς παρά φύση.

36. Ἀπάθεια εἶναι μιά εἰρηνική κατάσταση τῆς ψυχῆς, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή δύσκολα κινεῖται πρός τήν κακία.

37. Ἐκεῖνος πού ἀπόκτησε τούς καρπούς τῆς ἀγάπης μέ τό ζήλο του, δέν χωρίζεται ἀπό αὐτή, ἀκόμη κι ἄν ὑποφέρει μύρια κακά. Ἄς σέ πείσει γι' αὐτό ὁ Στέφανος ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ὅμοιοί του, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν φόνευαν καί ζητοῦσε νά τούς συγχωρήσει ὁ Θεός, ἐπειδή ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἀπό ἄγνοια(6).

38. Ἄν ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ χρηστότητα(7), τότε ἐκεῖνος πού θυμομανιάζει καί ἐνεργεῖ δόλια, εἶναι φανερό ὅτι ἀποξενώνεται ἀπό τήν ἀγάπη. Κι ὅποιος εἶναι ξένος ἀπό τήν ἀγάπη, εἶναι ξένος ἀπό τό Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη(8).

39. «Μήν πεῖτε, λέει ὁ θείος Ἱερεμίας, ὅτι εἶστε ναός τοῦ Κυρίου»(9)· καί σύ μήν πεῖς ὅτι «ἡ ἀπογυμνωμένη ἀπό ἔργα πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό μπορεῖ νά μέ σώσει». Αὐτό εἶναι ἀδύνατο, ἄν δέν ἀποκτήσεις καί τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν μέ τά ἔργα. Ἡ γυμνή ἀπό ἔργα πίστη δέν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καί τά δαιμόνια πιστεύουν καί τρέμουν(10).

40. Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ πρός τόν πλησίον ὁλόψυχη εὐεργεσία καί μακροθυμία καί ὑπομονή, καί ἡ χρήση τῶν πραγμάτων μέ ὀρθό λόγο.

41. "Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, δέν λυπεῖ κανένα, οΰτε λυπᾶται ἀπό κανένα γιά πρόσκαιρα πράγματα. Μιά μόνο λύπη προξενεῖ καί δοκιμάζει, τή σωτήρια λύπη, τήν ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος καί δοκίμασε καί προξένησε στούς Κορινθίους(11).

42. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τό Θεό, ζεῖ ἀγγελικό βίο πάνω στή γῆ· νηστεύει κι ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καί προσεύχεται, καί γιά κάθε ἄνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

43. Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο ἀγωνίζεται ν' ἀποκτήσει. Κι ἀπό ὅλα τά ἀγαθά καί ἐπιθυμητά, ἀσύγκριτα πιό ἀγαθό καί ἐπιθυμητό εἶναι ὁ Θεός. Πόση λοιπόν ἐπιμέλεια ἔχομε χρέος νά καταβάλομε γιά νά ἐπιτύχομε τό φύσει ἀγαθό καί ἐπιθυμητό;

44. Μή μολύνεις τή σάρκα σου μέ αἰσχρές πράξεις καί μή λερώνεις τήν ψυχή σου μέ πονηρούς λογισμούς. Καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θά ἔρθει σ' ἐσένα καί θά φέρει τήν ἀγάπη.

45. Νά καταπονεῖς τό σῶμα σου μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ν' ἀσχολεῖσαι ἀκούραστα μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή· καί θά ἔρθει σ' ἐσένα ὁ ἁγιασμός τῆς σωφροσύνης καί θά φέρει τήν ἀγάπη.

46. Ἐκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά λάβει τήν θεία γνώση καί ἀπόκτησε διά μέσου τῆς ἀγάπης τό φωτισμό της, δέ θά παρασυρθεῖ ποτέ ἀπό τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας. Εὔκολα ὅμως παρασύρεται ἀπό αὐτήν ὅποιος δέν ἀξιώθηκε τή θεία γνώση. Ἀλλά ἄν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σέ κάθε τί πού πράττει ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του στό Θεό, μέ τήν αἴσθηση ὅτι ὅλα τά πράττει γι' Αὐτόν, εὔκολα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν κενοδοξία.

47. Ὅποιος δέν ἀπόκτησε ἀκόμη τή θεία γνώση, πού ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀγάπη, ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά ὅσα ἔργα κάνει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἀξιώθηκε καί τήν ἀπόκτησε, λέει μέ βαθιά συναίσθηση τά λόγια πού εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ ὅταν εἶδε τό Θεό: «Ἐγώ εἶμαι χῶμα καί στάχτη»(12).

48. Ἐκεῖνος πού φοβᾶται τόν Κύριο, ἔχει πάντοτε σύντροφό του τήν ταπεινοφροσύνη, καί μέ τίς ἐνθυμήσεις πού αὐτή προκαλεῖ, φτάνει στή θεία ἀγάπη καί εὐχαριστία. Φέρνει στό νοῦ του τή ζωή πού ἔκανε πρωτύτερα στόν κόσμο, καί τά διάφορα ἁμαρτήματα καί τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπισε ἀπό τόν καιρό τῆς νεότητάς του, καί πῶς ἀπ' ὅλα ἐκεῖνα τόν γλύτωσε ὁ Κύριος, καί τόν μετέφερε ἀπό τήν ζωή τῶν παθῶν στόν κατά Θεόν βίο· καί μαζί μέ τό φόβο, ἀποκτᾶ καί τήν ἀγάπη, εὐχαριστώντας πάντοτε μέ πολλή ταπεινοφροσύνη τόν Εὐεργέτη καί Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.

49. Μή λερώσεις τό νοῦ σου ἀνεχόμενος λογισμούς ἐπιθυμίας καί θυμοῦ, γιά νά μή ξεπέσεις ἀπό τήν καθαρή προσευχή καί περιπέσεις στό πνεῦμα τῆς ἀκηδίας.

50. Τότε ὁ νοῦς χάνει τήν οἰκειότητα πού ἔχει μέ τό Θεό, ὅταν δέχεται πονηρούς ἤ ἀκάθαρτους λογισμούς νά παραμένουν.

51. Ὁ ἀνόητος, πού τόν ὁδηγοῦν τά πάθη, ὅταν ἀναστατώνεται ἀπό τό θυμό, βιάζεται νά φύγει ἀσυλλόγιστα μακριά ἀπό τούς ἀδελφούς. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν καίγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει νά τούς συναντήσει. Ὁ φρόνιμος ὅμως, καί στίς δύο περιπτώσεις κάνει τό ἀντίθετο. Στήν περίπτωση τοῦ θυμοῦ, ἀφοῦ κόψει τίς αἰτίες τῆς ταραχῆς, ἀπαλλάσσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή λύπη πρός τούς ἀδελφούς - στήν περίπτωση τῆς ἐπιθυμίας, συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τήν παράλογη παρόρμηση γιά συνάντηση ἄλλων.

52. Στόν καιρό τῶν πειρασμῶν μήν ἐγκαταλείψεις τό Μοναστήρι σου, ἀλλά ὑπόμενε μέ γενναιότητα τά κύματα τῶν λογισμῶν, καί μάλιστα τῆς λύπης καί τῆς ἀκηδίας. Ἔτσι ἀφοῦ δοκιμαστεῖς κατά θεία οἰκονομία μέ τίς θλίψεις, θά ἀποκτήσεις βέβαιη ἐλπίδα στό Θεό. Ἄν ὅμως τό ἐγκαταλείπεις, θά φανεῖς ἀνάξιος, ἄνανδρος καί ἄστατος.

53. Ἄν θέλεις νά μήν ξεπέσεις ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μήτε τόν ἀδελφό νά ἀφήσεις νά κοιμηθεῖ στενοχωρημένος ἀπό σένα, μήτε σύ νά κοιμηθεῖς στενοχωρημένος ἐναντίον του. Συμφιλιώσου μέ τόν ἀδελφό σου καί τότε πήγαινε καί πρόσφερε στό Χριστό μέ καθαρή συνείδηση τό δώρο τῆς ἀγάπης(13), μέ ἔνθερμη προσευχή.

54. Ἄν ἐκεῖνος πού ἔχει ὅλα τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί δέν ἔχει ἀγάπη, δέν ὠφελεῖται τίποτε σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἀπόστολο(14), πόση επιμέλεια πρέπει νά καταβάλομε γιά νά τήν ἀποκτήσομε;

55. Ἄν ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στόν πλησίον(15), ἐκεῖνος πού φθονεῖ τόν ἀδελφό καί λυπᾶται γιά τήν προκοπή του καί μέ εἰρωνεῖες προσπαθεῖ νά κηλιδώσει τήν ὑπόληψή του ἤ μέ ὅποια κακοήθεια τόν ἐπιβουλεύεται, πῶς αὐτός δέν ἀποξενώνεται ἀπό τήν ἀγάπη καί δέν κάνει τόν ἑαυτό του ἔνοχο γιά τήν αἰώνια Κρίση;

56. Ἄν ἡ ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου(16), ἐκεῖνος πού ἔχει μνησικακία γιά τόν ἀδελφό καί κάνει δόλια σχέδια ἐναντίον του καί τόν καταριέται καί δοκιμάζει χαρά γιά κάθε πτώση του, πῶς δέν καταπατεῖ τό νόμο καί δέν εἶναι ἄξιος γιά τήν αἰώνια κόλαση;

57. Ἄν ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ καί κρίνει τόν ἀδελφό του κατηγορεῖ καί κρίνει τό θεῖο νόμο(17), καί ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, πῶς δέν ξεπέφτει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος πού καταλαλεῖ, καί δέν προξενεῖ ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του τήν αἰώνια κόλαση;

58. Μήν παραδώσεις τήν ἀκοή σου στούς λόγους ὅποιου καταλαλεῖ, οὔτε τούς δικούς σου λόγους στήν ἀκοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας ἤ ἀκούγοντας μ' εὐχαρίστηση κατά τοῦ πλησίον σου, γιά νά μή χάσεις τή θεία ἀγάπη καί βρεθεῖς ἀπόκληρος ἀπό τήν αἰώνια ζωή.

59. Μή δέχεσαι κατηγορίες κατά τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα, μήτε νά διευκολύνεις ἐκεῖνον πού τόν προσβάλλει, γιά νά μήν ὀργιστεῖ ὁ Κύριος γιά τά ἔργα σου καί σέ ἐξολοθρεύσει ἀπό τή χώρα τῆς ζωῆς(18).

60. Κλεῖνε τό στόμα ἐκείνου πού κατηγορεῖ τόν ἄλλον, γιά νά μήν ἁμαρτάνεις μαζί του διπλή ἁμαρτία· καί συνηθίζοντας ὁ ἴδιος σέ καταστρεπτικό πάθος, καί μή σταματώντας ἐκεῖνον πού φλυαρεῖ κατά τοῦ πλησίον.

61. «Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω, εἶπε ὁ Κύριος, ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν, προσεύχεσθε γιά ὅσους σᾶς βλάπτουν»(19). Γιατί τά διέταξε αὐτά; Γιά νά σέ ἐλευθερώσει ἀπό τό μίσος, τή λύπη, τήν ὀργή καί τήν μνησικακία καί νά σέ ἀξιώσει νά λάβεις τό μέγιστο ἀπόκτημα, τήν τέλεια ἀγάπη, πού εἶναι ἀδύνατο νά τήν ἔχει ὅποιος δέν ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τούς ἀνθρώπους, κατά μίμηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θέλει νά σωθοῦν καί νά λάβουν πλήρη γνώση τῆς ἀλήθειας(20).

62. «Ὅμως σᾶς λέω νά μήν ἀντισταθεῖτε στόν πονηρό, ἀλλά ἄν κανείς σέ χτυπήσει στό δεξί μέρος τοῦ προσώπου, γύρισέ του καί τό ἄλλο· καί σ' αὐτόν πού θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο γιά νά σοῦ πάρει τό χιτώνα, ἄφησέ του καί τό ἱμάτιο· καί ἄν σέ ἀγγαρεύει κάποιος γιά ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο»(21). Γιατί λέει αὐτά ὁ Κύριος; Γιά νά φυλάξει κι ἐσένα χωρίς ὀργή, ταραχή καί λύπη, καί νά διδάξει κι ἐκεῖνον μέ τήν ἀνεξικακία σου· καί τούς δύο πάλι, σάν καλός Πατέρας, νά σᾶς φέρει στό ζυγό τῆς ἀγάπης.

63. Τῶν πραγμάτων, μέ τά ὁποῖα κάποτε μᾶς ἔδενε κάποιο πάθος, ἔχομε μέσα μας τίς ἐμπαθεῖς φαντασίες. Ὅποιος λοιπόν νικᾶ τίς ἐμπαθεῖς φαντασίες, καταφρονεῖ ὁπωσδήποτε καί τά πράγματα πού αὐτές ἀπεικονίζουν. Γιατί ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἐνθυμήσεων εἶναι τόσο χειρότερος ἀπό τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν πραγμάτων, ὅσο εἶναι πιό εὔκολο νά ἁμαρτάνει κανείς μέ τή διάνοια ἀπό τό νά ἀμαρτάνει μέ ἔργα.

64. Ἄλλα ἀπό τά πάθη εἶναι σωματικά κι ἄλλα ψυχικά. Τά σωματικά ἔχουν τίς ἀφορμές τους ἀπό τό σῶμα, τά ψυχικά ἀπό τά εξωτερικά πράγματα. Καί τά δύο αὐτά εἴδη παθῶν τά ἀφανίζουν ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια· ἡ πρώτη τά ψυχικά, ἡ δεύτερη τά σωματικά.

65. Ἀπό τά πάθη, ἄλλα ἀνήκουν στό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἄλλα στό ἐπιθυμητικό. Καί τά δύο αὐτά εἴδη κινοῦνται διά μέσου τῶν αἰσθήσεων. Καί κινοῦνται τότε, ὅταν ἡ ψυχή βρίσκεται ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἀγάπης.

66. Τά πάθη τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς εἶναι πιό δυσκολοπολέμητα ἀπό τά πάθη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Γι' αὐτό καί δόθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐναντίον τῶν παθῶν τοῦ θυμικοῦ δυνατότερο φάρμακο, τό ὁποῖο εἶναι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης.

67. Ὅλα τά ἄλλα πάθη, ἐρεθίζουν εἴτε τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς, εἴτε τό ἐπιθυμητικό, εἴτε τό λογιστικό, ὅπως εἶναι ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια. Ἡ ἀκηδία ὅμως, κυριαρχώντας σ' ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, κινεῖ ὅλα μαζί τά πάθη. Γι' αὐτό καί εἶναι τό πιό βαρύ ἀπό ὅλα τά ἄλλα πάθη. Καλῶς λοιπόν ὁ Κύριος, δίνοντας τό ἀντίδοτό της, λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας, κερδίστε τίς ψυχές σας»(22).

68. Μήν προσβάλεις ποτέ κανένα ἀδελφό, καί μάλιστα χωρίς εὔλογη αἰτία, μήν τυχόν ἐπιστρέψει στόν κόσμο μή μπορώντας ν' ἀντέξει τή θλίψη, καί ἔτσι δέ θά ἀποφύγεις τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως πού θά σοῦ προξενεῖ πάντα λύπη στήν προσευχή καί θά ἀποδιώχνει τό νοῦ ἀπό τήν παρρησία πρός τόν Θεό.

69. Μήν ἀνέχεσαι τίς ὑπόνοιες ἤ καί τούς ἀνθρώπους πού σοῦ μεταφέρουν σκάνδαλα ἄλλων. Γιατί ἐκεῖνοι πού παραδέχονται σκάνδαλα μέ ὁποιοδήποτε τρόπο γιά ἐκείνα πού συμβαίνουν προαιρετικά ἤ ἀπροαίρετα, δέν γνωρίζουν τό δρόμο τῆς εἰρήνης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τούς ἐραστές της διά μέσου τῆς ἀγάπης στή γνώση τοῦ Θεοῦ.

70. Δέν ἔχει τέλεια ἀγάπη ἐκεῖνος πού ἀλλάζει διάθεση πρός τούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τό χαρακτήρα τους· τόν ἕνα π.χ. τόν ἀγαπᾶ καί τόν ἄλλον τόν μισεῖ, ἤ τόν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τόν ἀγαπᾶ καί ἄλλοτε τόν μισεῖ γιά τίς ἴδιες αἰτίες.

71. Ἡ τέλεια ἀγάπη δέν διαχωρίζει κατά τίς διαθέσεις τῶν ἐπιμέρους ἀνθρώπων τή μία καί κοινή ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά αποβλέποντας σ' αὐτήν, ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπᾶ τούς ἐνάρετους ὡς φίλους· τούς κακούς τούς ἀγαπᾶ ὡς ἐχθρούς, καί τούς εὐεργετεῖ καί μακροθυμεῖ καί ὑπομένει ἄν τή βλάψουν, χωρίς νά λογαριάζει διόλου τό κακό, ἀλλά καί πάσχει γιά χάρη τους, ἄν τό καλέσει ἡ περίσταση, γιά νά τούς κάνει καί αὐτούς φίλους, ἄν εἶναι δυνατόν. Ἄν δέν τό κατορθώσει, δέν ἀλλάζει τή διάθεσή της, ἀλλά φανερώνει τούς καρπούς τῆς ἀγάπης ἐξίσου πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριός μας καί Θεός Ἰησοῦς Χριστός, δείχνοντας τήν ἀγάπη Του σ' ἐμᾶς, ἔπαθε γιά χάρη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καί χάρισε σέ ὅλους ἐξίσου τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως —ἄν καί καθένας κάνει τόν ἑαυτό του ἄξιο εἴτε γιά δόξα, εἴτε γιά κόλαση.

72. Ἐκεῖνος πού δέν καταφρονεῖ τή δόξα καί τήν ἐξουδένωση, τόν πλούτο καί τή φτώχεια, τήν ἡδονή καί τή λύπη, δέν ἀπόκτησε ἀκόμη τέλεια ἀγάπη. Γιατί ἡ τέλεια ἀγάπη δέν καταφρονεῖ μόνον αὐτά, ἀλλά καί τήν πρόσκαιρη ζωή καί τό θάνατο.

73. Ἄκουσε τί λένε ἐκεῖνοι πού ἀξιωθήκανε νά ἔχουν τήν τέλεια ἀγάπη: «Ποιός θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη ἤ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ γυμνότητα ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς λέει ἡ Γραφή, γιά χάρη Σου θανατωνόμαστε ὅλη τήν ἡμέρα· θεωρηθήκαμε ὡς πρόβατα γιά σφαγή. Ἀλλά σ' ὅλα τούτα βγαίνομε νικητές μέ τή βοήθεια Ἐκείνου πού μᾶς ἀγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχές, οὔτε Δυνάμεις, οὔτε τωρινά, οὔτε μελλοντικά, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε καμιά ἄλλη κτίση θά μπορέσει νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Κύριό μας»(23).

74. Ἄκουσε πάλι τί λένε γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον: «Λέω ἀλήθεια, μάρτυς μου ὁ Χριστός, δέν ψεύδομαι· ἡ συνείδησή μου, πού φωτίζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μαρτυρεῖ κι αὐτη, ὅτι ἔχω μεγάλη λύπη καί πόνο ἀδιάκοπο στήν καρδιά μου γιά τούς ὁμοεθνεῖς μου Ἰουδαίους. Θά εὐχόμουν νά χωριστῶ ἐγώ ἀπό τό Χριστό γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν φυσικῶν συγγενῶν μου, οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰσραηλίτες κλπ.»(24). Παρόμοια εἶπαν καί ὁ Μωυσῆς(25) καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι.

75. Ἐκεῖνος πού δέν καταφρονεῖ τή δόξα καί τήν ἡδονή, καθώς καί τή φιλαργυρία πού συντελεῖ στήν αὔξησή τους καί γιά χάρη τους ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά κόψει τίς ἀφορμές τοῦ θυμοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν τίς κόβει, δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει τήν τέλεια ἀγάπη.

76. Ἡ ταπείνωση καί ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθώς κόβει ἡ μιά τά πάθη τῆς ψυχῆς καί ἡ ἄλλη τά πάθη τοῦ σώματος. Αὐτό ἔκανε καί ὁ μακάριος Δαβίδ καί προσευχόταν στό Θεό λέγοντας: «Δές τήν ταπείνωσή μου καί τόν κόπο μου καί συγχώρεσε ὅλες τίς ἁμαρτίες μου»(26).

77. Διά μέσου τῶν ἐντολῶν Του, ὁ Κύριος κάνει ἀπαθεῖς ὅσους τίς ἐφαρμόζουν. Διά μέσου τῶν θείων δογμάτων, χαρίζει σ' αὐτούς τό φωτισμό τῆς θείας γνώσεως.

78. Ὅλα τά δόγματα ἀναφέρονται ἤ στό Θεό, ἤ στά ὁρατά καί τά ἀόρατα, ἤ στήν πρόνοια καί τήν κρίση τοῦ Θεοῦ γι' αὐτά.

79. Ἡ ἐλεημοσύνη θεραπεύει τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς· ἡ νηστεία μαραίνει τήν ἐπιθυμία· ἡ προσευχή καθαρίζει τό νοῦ καί τόν κάνει ἐπιτήδειο γιά τή θεωρία τῶν ὄντων. Γιατί ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὁ Κύριος μᾶς χάρισε καί τίς ἐντολές Του.

80. «Μάθετε ἀπό εμένα, λέει ὁ Κύριος, ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά κτλ.»(27). Ἡ πραότητα διατηρεῖ ἀτάραχο τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς· ἡ ταπείνωση ἐλευθερώνει τό νοῦ ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τήν κενοδοξία.

81. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι δύο εἰδῶν. Ἐκεῖνος πού γεννιέται μέσα μας ἀπό τίς ἀπειλές τῆς κολάσεως καί κάνει νά φυτρώνουν μέσα μας ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐλπίδα στό Θεό, ἡ ἀπάθεια καί στή συνέχεια κατά φυσική τάξη ἡ ἀγάπη. Καί ὁ φόβος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τήν ίδια τήν ἀγάπη, καί φέρνει πάντοτε στήν ψυχή εὐλάβεια, γιά νά μήν καταλήξει σέ καταφρόνηση τοῦ Θεοῦ ἐξαιτίας τῆς παρρησίας πού δίνει ἡ ἀγάπη.

82. Τόν πρώτο φόβο τόν ἐκτοπίζει ἡ τέλεια ἀγάπη(28), γιατί ἡ ψυχή πού τήν ἔχει δέν φοβᾶται πλέον τήν κόλαση. Τό δεύτερο φόβο τόν ἔχει, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἀγάπη ἑνωμένο πάντοτε μαζί της. Στόν πρῶτο φόβο ταιριάζει ὁ λόγος: «Μέ τό φόβο τοῦ Κυρίου ἀπομακρύνεται καθένας ἀπό τό κακό»(29), καί ὁ λόγος: «Ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου»(30). Στό δεύτερο φόβο ταιριάζει ὁ λόγος: «Δέ θά δοκιμάσουν στέρηση ὅσοι φοβοῦνται τόν Κύριο»(31).

83. «Νεκρῶστε λοιπόν τά μέλη σας πού σέρνονται στή γῆ· τήν πορνεία, τήν ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία κτλ.»(32). Μέ τή γῆ ἐννοεῖ τό σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ὀνόμασε τήν ἔμπρακτη ἁμαρτία. Ἀκαθαρσία εἶπε τή συγκατάθεση στήν ἁμαρτία. Πάθος, τόν ἐμπαθή λογισμό. Ἐπιθυμία κακή ὀνόμασε τήν ἁπλή παραδοχή τοῦ λογισμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας. Πλεονεξία εἶπε τό ὑλικό πού γεννᾶ καί αὐξάνει τό πάθος. Ὅλα λοιπόν αὐτά, σάν μέλη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, διέταξε ὁ Ἀπόστολος νά νεκρώσομε.

84. Ἡ μνήμη, στήν ἀρχή, φέρνει στό νοῦ τό λογισμό χωρίς ἐμπάθεια· καί ὅταν αὐτός μένει στό νοῦ γιά καιρό, κινεῖται τό πάθος. Ἄν αὐτό δέν ἐξολοθρευθεῖ, λυγίζει τό νοῦ στή συγκατάθεση. Μετά τήν συγκατάθεση ἀρχίζει ἡ ἔμπρακτη ἁμαρτία. Ὁ πάνσοφος λοιπόν Ἀπόστολος, γράφοντας πρός τούς Χριστιανούς πού ἦταν πρωτύτερα εἰδωλολάτρες, διατάζει πρῶτα νά ἀφανίζουν τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας· κι ἔπειτα, μέ ἀντίστροφη σειρά, νά καταλήγουν στήν αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Καί ἡ αἰτία εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ πλεονεξία, πού γεννᾶ καί αὐξάνει τό πάθος. Νομίζω ὅτι ἐδῶ σημαίνει τή γαστριμαργία, ἡ ὁποία εἶναι μητέρα καί τροφός τῆς πορνείας. Γιατί ἡ πλεονεξία εἶναι κακή ὄχι μόνο γιά τά χρήματα, ἀλλά καί γιά τήν τροφή· ὅπως καί ἡ ἐγκράτεια δέν ἐννοεῖται μόνο γιά τά φαγητά, ἀλλά καί γιά τά χρήματα.

85. Ὅπως ἕνα σπουργίτι δεμένο ἀπό τό πόδι, ὅταν πάει νά πετάξει, πέφτει στό χῶμα, ἐπειδή τό τραβάει τό σχοινί, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού δέν ἀπόκτησε ἀκόμη τήν ἀπάθεια καί πετᾶ πρός τή γνώση τῶν ἐπουρανίων, τραβιέται ἀπό τά πάθη στή γῆ.

86. Ὅταν ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ τελείως ἀπό τά πάθη, τότε πορεύεται πρός τή θεωρία τῶν ὄντων χωρίς νά γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον πρός τή γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδας.

87. Ὅταν εἶναι καθαρός ὁ νοῦς, δεχόμενος τά νοήματα τῶν πραγμάτων προχωρεῖ μέσω αῦτῶν στήν πνευματική θεωρία· ὅταν ὅμως ἀπό ραθυμία γίνει ἀκάθαρτος, τότε τά μέν νοήματα τῶν ἄλλων πραγμάτων τά φαντάζεται ἁπλῶς (χωρίς νά ὁδηγεῖται σέ θεωρία), τά δέ ἀνθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τά μετατρέπει σέ αἰσχρούς ἤ πονηρούς λογισμούς.

88. Ὅταν πάντοτε, κατά τόν καιρό τῆς προσευχῆς, δέν ἐνοχλεῖ τό νοῦ σου κανένα νόημα τοῦ κόσμου, τότε νά ξέρεις ὅτι δέν εἶσαι ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ἀπάθειας.

89. Ὅταν ἡ ψυχή ἀρχίζει νά αἰσθάνεται τήν ἴδια τήν ὑγεία της, τότε καί τίς φαντασίες τοῦ ὕπνου τίς βλέπει χωρίς ἐμπάθεια καί ταραχή.

90. Ὅπως τό μάτι τό ἐλκύει ἡ ὀμορφιά τῶν ὁρατῶν, ἔτσι καί τόν καθαρό νοῦ ἡ γνώση τῶν ἀοράτων. Ἀόρατα ἐννοῶ τά ἀσώματα.

91. Μεγάλο πράγμα εἶναι νά μήν κινεῖται κανείς σέ κάποιο πάθος ἀπό τά πράγματα· πολύ μεγαλύτερο ὅμως εἶναι νά μένει ἀπαθής ἀπέναντι στίς φαντασίες τῶν πραγμάτων. Γιατί ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας μέ τούς λογισμούς, εἶναι πολύ πιό φοβερός ἀπό τόν πόλεμο μέσω τῶν πραγμάτων.

92. Ἐκεῖνος πού κατόρθωσε τίς ἀρετές καί πλούτισε μέ θεία γνώση, ἐπειδή βλέπει τά πράγματα στή φυσική τους κατάσταση, πράττει τά πάντα καί μιλᾶ γι' αὐτά κατά τίς ὑπαγορεύσεις τοῦ ὀρθοῦ λόγου, χωρίς νά σφάλλει καθόλου. Γιατί ἀπό τήν ὀρθή ἤ μή ὀρθή χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων εἶναι πού γινόμαστε ἤ ἐνάρετοι ἤ κακοί.

93. Σημάδι τέλειας ἀπάθειας εἶναι νά ἀναδύονται πάντοτε στήν καρδιά χωρίς πάθος τά νοήματα τῶν πραγμάτων, τόσο ὅταν εἴμαστε ξυπνητοί, ὅσο καί στόν ὕπνο μας.

94. Ὁ νοῦς ἀποβάλλει μέ τήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν, τά πάθη· μέ τήν πνευματική θεωρία τῶν ὁρατῶν, τά ἐμπαθή νοήματα τῶν πραγμάτων· μέ τή γνώση τῶν ἀοράτων, τή θεωρία τῶν ὁρατῶν· τέλος κι αὐτήν τήν ἀποβάλλει, μέ τή γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδας.

95. Ὅταν ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καί φωτίζει τόν κόσμο, φανερώνει καί τόν ἑαυτό του καί τά πράγματα πού φωτίζονται ἀπό αὐτόν. Ἔτσι καί ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὅταν ἀνατέλλει στόν καθαρό νοῦ, φανερώνει καί τόν ἑαυτό Του, καί τούς λόγους ὅσων ἔχουν γίνει ἀπό Αὐτόν καί ὅσων μέλλουν νά γίνουν.

96. Δέν γνωρίζομε τό Θεό ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά ἀπό τά θαυμαστά ἔργα Του καί τήν πρόνοιά Του γιά τά ὄντα. Ἀπ' αὐτά, σάν μέσα ἀπό καθρέφτη, βλέπομε τήν ἄπειρη ἀγαθότητα καί σοφία καί δύναμή Του.

97. Ὁ καθαρός νοῦς κινεῖται ἤ μέσα στά χωρίς πάθος νοήματα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἤ στή φυσική θεωρία τῶν ὁρατῶν ἤ τῶν ἀοράτων, ἤ μέσα στό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας.

98. Ὅταν ὁ νοῦς φτάσει στή θεωρία τῶν ὁρατῶν, ἐρευνᾶ ἤ τούς φυσικούς λόγους τους ἤ τούς λόγους πού αὐτοί ὑποδηλώνουν, ἤ ζητεῖ τήν ἴδια τήν αἰτία τους.

99. Ὅταν πάλι κινεῖται στή θεωρία τῶν ἀοράτων, ζητεῖ καί τούς φυσικούς τους λόγους καί τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς τους καί τά ἐπακόλουθά της, καί ποιά εἶναι ἡ σχετική μέ αὐτά πρόνοια καί κρίση.

100. Ὅταν ὁ νοῦς φτάσει στό Θεό, ζητεῖ πρῶτα νά μάθει τούς λόγους περί τῆς οὐσίας Του, καθώς φλέγεται ἀπό τόν πόθο. Δέν μπορεῖ ὅμως νά ἱκανοποιήσει τόν πόθο του αὐτό (γιατί κάτι τέτοιο εἶναι τελείως ἀδύνατο σέ ὅλα γενικῶς τά λογικά δημιουργήματα)· ἔτσι παρηγορεῖται ἀπό τή γνώση τῶν σχετικῶν μέ τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή τῆς αἰωνιότητας, τῆς ἀπειρίας, τῆς ἀπεριοριστίας, τῆς ἀγαθότητας, τῆς σοφίας, τῆς δυνάμεως νά δημιουργεῖ, νά προνοεῖ καί νά κρίνει τά ὄντα. Τό μόνο πού μπορούμε νά καταλάβομε γι' Αὐτόν, εἶναι ἡ ἀπειρία Του καί τό ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά γίνει γνωστός, ὅπως ἔχουν πεῖ οἱ θεολόγοι Γρηγόριος καί Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ησαϊας στ΄, 5
2. Ιω. 14, 23
3. Ιω. 15, 12
4. Ρωμ. 1, 25
5. Ιερ. 17, 16
6. Πραξ. 7, 60
7. Α΄ Κορ. 13, 4
8. Α΄Ιω. 4, 8
9. Ιερ. 7, 4
10. Ιακ. 2, 19
11. Β΄Κορ. 7, 8-11
12. Γεν. 18, 27
13. Ματθ. 5, 24
14. Α΄ Κορ. 13, 2
15. Ρωμ. 13, 10
16. Ρωμ. 13, 10
17. Ιακ. 4,11
18. Δευτ. 6, 15
19. Ματθ. 5,44
20. Α΄Τιμ. 2, 4
21. Ματθ. 5, 39-41
22. Λουκ. 21, 19
23. Ρωμ. 8, 35-39
24. Ρωμ. 9, 1-3
25. Εξ. 32, 32
26. Ψαλμ. 24, 18
27. Ματθ. 11, 29
28. Α΄Ιω. 4, 18
29. Παροιμ. 15, 27
30. Ψαλμ. 110, 10
31. Ψαλμ. 33, 10
32. Κολ. 3, 5

----------------------------------------
πηγή: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Τόμος Β’ σελ. 49-59. Εκδόσεις "ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ", Θεσ/νίκη
πηγή ψηφιακού κειμένου







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου